Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Will, η Elizabeth κι ο Κάπτεν Barbossa κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες να ελευθερώσουν τον αρχιπειρατή Jack Sparrow από την παγίδα που τον έχει κλείσει το σεντούκι του Davy Jones. Εν τω μεταξύ, το τρομαχτικό στοιχειωμένο πλοίο, ο “Ιπτάμενος Ολλανδός” κι ο Davy Jones με το βασιλικό Ναυτικό σπέρνουν το φόβο και την καταστροφή στις Εφτά Θάλασσες.
Σαλπάροντας στην απάτη, την προδοσία και τους ταραγμένους ωκεανούς, οι ήρωες πρέπει να ανοίξουν δρόμο μέχρι την εξωτική Σιγκαπούρη και να αντιμετωπίσουν τον πονηρό Κινέζο πειρατή Sao Feng. Προχωρώντας πια προς το τέλος του κόσμου, ο καθένας πρέπει να διαλέξει πλευρά στην τελική, απόλυτη μάχη, όχι μόνο για να σώσουν τις ζωές και τις περιουσίες τους, αλλά και το ίδιο το μέλλον της άλλοτε ανέμελης πειρατικής ζωής.

Προσωπική άποψη:
Εδώ και μήνες περίμενα με αγωνία το τελευταίο μέρος της τριλογίας (και φανταστείτε ότι όταν είχε βγει το πρώτο δεν ήθελα να πάω λόγω της υπερβολικής διαφήμισης) “Οι Πειρατές της Καραϊβικής” κι η αναμονή μου νομίζω ότι τελικά άξιζε τον κόπο. Μπορεί η ταινία να μη με ικανοποίησε στο 100% όπως θα μπορούσε, αλλά παρ’ όλα ταύτα το έκανε στο 90%. Τόσο μεμονωμένα, όσο και η τριλογία ως σύνολο. Γιατί είναι πολύ δύσκολο όταν έχεις να κάνεις με τέτοιο budget να ισορροπήσεις όλα αυτά που μπορείς να κάνεις με όλα αυτά που μπορεί να αντέξει η ταινία να κάνεις.

Βέβαια τόσο οι προηγούμενοι κι ίσως ακόμα περισσότερο οι νέοι Πειρατές, να μην είναι τόσο φιλικοί στα παιδικά μάτια –η πρώτη σκηνή της ταινίας δείχνει ένα παιδάκι που αντιμετωπίζει την αγχόνη (απ’ την άλλη, λες και δεν τα βλέπουν την τηλεόραση και στις ειδήσεις κάθε μέρα). Σίγουρα όμως, αυτό το όχι και τόσο παιδικό παραμύθι, έρχεται να χορτάσει τα διψασμένα για ονειροπόληση ενήλικα μάτια. Το ταξίδι στο όνειρο, που ξεκίνησε με την πρώτη ταινία, έτριζε λόγω της υπερφορτωμένης σεναριακά δεύτερης ταινίας, καθώς και με το άκομψο τέλος της, προς χάρη της αγωνίας της συνέχειας. Οι τρίτοι Πειρατές όμως καταφέρνουν τα πάντα, προς ευχάριστή μας έκπληξη (μιας και κάθε συνέχεια των σίκουελ είναι χειρότερη από την προηγούμενη), εκτός απ’ το να κερδίσουν εκείνη τη μάχη που θα μας έκανε να προσπεράσουμε τον αρχικό μας έρωτα με το “Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Η κατάρα του Μαύρου Μαργαριταριού”. Χωρίς να είναι κατώτερο, απλά δε μπορεί να κερδίσει την εντύπωση και την έκπληξη που μας προκάλεσε το πρώτο μέρος της τριλογίας.

Η μουσική της ταινίας στηριγμένη στο γνώριμο επικό μοτίβο, συνοδεύει με έναν μαγικό τρόπο τις καταιγιστικές σκηνές δράσεις –που δε λείπουν στιγμή-, οι οποίες μας παρασύρουν σ’ ένα γαϊτανάκι παιχνιδιού και πολεμικής τεχνικής κι άσχετα απ’ το πόσες πολλές είναι δεν τις χορταίνεις. Πέραν τούτου, όμως, η ταινία κάθε λεπτό της προβολής της κερδίζει πόντους χάρη στα τεχνικά μέρη. Εντυπωσιακά σκηνικά, θεσπέσια φωτογραφία κι άψογα ειδικά εφέ, κλάσεις ανώτερα απ’ τις προηγούμενες, συνθέτουν έναν υδάτινο κόσμο περιπέτειας, παντρεύοντας με μοναδικό τρόπο την πραγματικότητα με τη φαντασία. Παρ’ όλα ταύτα, δεν στηρίζεται μόνο στα εφέ, αλλά πάνω απ’ όλα στους ήρωες.

Το φινίρισμα που έχει γίνει στους ήρωες, μας αφήνει ν’ ανακαλύψουμε και να εμβαθύνουμε περισσότερο στον χαρακτήρα τους. Ο Depp για άλλη μια φορά δίνει ρέστα. Ως αντισυμβατικός, πολυμήχανος κι αυτοσαρκαστικός Jack Sparrow, μπορεί να αισθάνεται επάξια ο νικητής της ταινίας, αφού μ’ αυτό τον ιδιαίτερο ρόλο, ο χαρισματικός ηθοποιός χαρίζει απλόχερα αλησμόνητες στιγμές γέλιου και δράσης χάρη στην ερμηνευτική του δεινότητα. Προσωπικά δεν χορταίνω να τον βλέπω. Ο Rush, εξαιρετικός, υποστηρίζει με τον καλύτερο τρόπο το ρόλο του, έτσι ώστε να ανήκει στους ήρωες που μπορούν να μείνουν στη μνήμη μας έτσι όπως είναι κι όχι απλά σαν καρικατούρα. Σημαντικό και ξεχωριστό guest αποτελεί η εμφάνιση του Keith Richards, κιθαρίστας των Rolling Stones και στενός φίλος του Depp, ο οποίος ως κινηματογραφικός πατέρας του, “ψάρωσε” όχι μόνο τους Πειρατές, αλλά κι όλους τους θεατές.

Ο Bloom, χειρότερος από ποτέ, παραφωνία με μια συνεχή έκφραση θυμού, ξεχωρίζει σαν την μύγα μες το γάλα (απλά κανείς δε βρέθηκε να τη βγάλει). Όσο για τη Knightley, μπορεί να γράφει καλά στην κάμερα, αλλά εξαιρουμένων σκηνών, δεν καταφέρνει να πείσει –το στυλ “born to be wild” δεν της πάει-, αν και σ’ αυτό το τρίτο μέρος έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια κι αρκετή πρόοδο (πάντα σε σύγκριση με τα προηγούμενα). Ως εναλλακτικά κωμικά δίδυμα, ξεχωρίζουν το μαϊμουδάκι και το παπαγαλάκι (τρελό γέλιο) κι οι δύο βλάκες πειρατές που απορείς πως με τόση βλακεία συσσωρευμένη ζουν ακόμα και δεν τους έχουν πετάξει στη θάλασσα. Επάξιοι είναι όμως στους αντι-κωμικούς ρόλους της ταινίας οι Chow Yun-Fat (γενικά εξαιρετικός ηθοποιός) κι ο Tim Hollander, με σκοπό να σπάσουν με λίγη σοβαρότητα το χάος και το χαβαλέ που επικρατεί στο γενικότερο κλίμα.

Γρήγορη, έντονη και περιπλεγμένη πλοκή με συνεχής ανατροπές, που να δεν παρακολουθείς αδιάκοπα μπορεί να χάσεις τη μπάλα, χωρίς να κουράζει στιγμή. Εδώ όμως έρχομαι, επειδή δεν είναι όλα τέλεια σ’ αυτή τη ζωή, να πω και το στραβό της υπόθεσης. Όσο πολύ κι αν μου άρεσε αυτό που είδα κι όσο κι αν το απόλαυσα, σεναριακά είχε κάποια κενά. Δεν θα τ’ απαριθμήσω, αλλά σε συνδυασμό με την πλοκή “κομήτη”, άφησε το θεατή με ορισμένες απορίες. Π.χ αν και δυναμικά, το έργο μπαίνει απότομα, σε πετάει στη Σιγκαπούρη χωρίς πως και γιατί αντί να σε πάει εκεί που σε είχε αφήσει, ο Sparrow πώς βρέθηκε στο σεντούκι όταν υποτίθεται ότι το cracken τον είχε φάει για επιδόρπιο κι εκείνο το “τραγούδι”... Με τηλεβόα έμαθαν ότι το είπαν, πώς ήξεραν ότι θα ειπωθεί κι αυτός ή αυτοί που το είπαν το ήξεραν;

Και το τέλος; Μετά από πορεία 4 χρόνων αυτό περίμενα να δω; Μια φορά στα 10 χρόνια (γυναίκα είμαι, έχω κι ευαισθησίες); Πάντως το τέλος αν και θα μπορούσε να υπονοεί συνέχεια επί της οθόνης, δεν νομίζω ότι ισχύει αφού οι περισσότεροι πρωταγωνιστές έχουν δηλώσει (και καθώς φαίνεται από λεπτομέρειες του τέλους) ότι δεν έχουν σκοπό να συνεχίσουν. Οπότε ας εκλάβουμε το τέλος ως συμβολικό. Ότι υπάρχει μια συνέχεια που δεν θα τη δούμε ποτέ. Γιατί απλά δεν υπάρχει τέλος, όταν τίποτα δεν τελειώνει. Ενημερωτικά να αναφέρω ότι δεν πρέπει να φύγετε απ' το σινεμά μόλις ξεκινήσουν οι τίτλοι τέλους, αλλά κανένα 8λεπτο μετά, δηλαδή αφού θα έχουν τελειώσει. Και γιατί αυτό; Γιατί μετά απ' αυτό το 8λεπτο υπάρχει η πραγματικά τελευταία σκηνή της ταινίας. Δεν θα την αποκαλύψω, αλλά ίσως είναι καιρός να μάθουμε να καθόμαστε μέχρι το τέλος της ταινίας, γιατί κι οι τίτλοι με τα ονόματα των συντελεστών είναι κι αυτό μέρος της. Βέβαια, αφού κάτι τέτοιο δεν συνηθίζεται, θα έπρεπε το κοινό κάπως να έχει ενημερωθεί.

Γενικότερα, πιο μοντέρνοι και με μια πιο ψαγμένη διάθεση, οι Πειρατές έρχονται να δώσουν ένα λόγο στην ύπαρξή τους που πρέπει να υπερασπιστούν (όπως πρέπει να κάνουμε όλοι με τα ιδανικά μας). Επιπλέον, αναφέρονται στα παιχνίδια που παίζει το μυαλό, ότι κανένα βάρος δεν είναι τόσο ελαφρύ ώστε να το σηκώνουμε μόνοι μας. Ότι κάθε νόμισμα έχει δύο πλευρές, ότι όλοι μας έχουμε την κακή και την καλή μας πλευρά και μπορούμε να προδώσουμε ή να προδοθούμε για την κατάκτηση κάποιου στόχου. Κι ίσως πάνω απ’ όλα, ότι τίποτα δεν είναι ποτέ χαμένο κι ότι δεν έχει σημασία πόσες είναι οι στιγμές, αλλά πως τις ζούμε. Μια επική περιπέτεια ανατροπών, με έντονες δόσεις κωμωδίας και κάποιες στιγμές συγκίνησης, η οποία δε μπορεί ν’ αφήσει κανέναν αδιάφορο. Μη νοιάζεστε για το τι δείχνει ψεύτικο και τι αληθινό. Αρπάξτε την ευκαιρία να μπείτε σ’ έναν άλλο κόσμο και ζήστε την ολοκλήρωση ενός φανταστικού παραμυθιού. Ενός παραμυθιού κι ενός απολαυστικού ήρωα που σίγουρα δεν ξεχνιέται εύκολα.
Βαθμολογία 8,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Στο τέλος του κόσμου
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτης: Gore Verbinski
Πρωταγωνιστές: Johnny Depp, Orlando Bloom, Keira Knightley, Geoffrey Rush, Yun-Fat Chow
Μουσική: Hans Zimmer
Παραγωγή: 2007
Διάρκεια: 168’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:

Επίσημο site: