Συνοπτική περίληψη του έργου:
Μια περίεργη βιντεοκασσέτα περιέχει περίεργες εικόνες τρόμου και φρίκης, ανεξήγητες για τον θεατή. Μόλις αυτή η κασέτα παιχτεί ακολουθεί ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα προβλέποντας ότι θα πεθάνεις μετά από επτά μέρες.
Μετά το τελευταίο θύμα, η δημοσιογράφος Rachel Keller αποφασίζει να δώσει μια εξήγηση σε αυτά τα παράξενα συμβάντα. Θα τολμήσει να δει αυτή τη βιντεοκασέτα. Έχοντας μόνο επτά μέρες ζωής αρχίζει έναν αγώνα δρόμου για να ανακαλύψει τι σημαίνουν οι περίεργες εικόνες που αυτή περιέχει.
Όμως, τυχαία την κασέτα τη βλέπει και ο μικρός γιος της. Τα τηλεφωνήματα δεν αργούν να έρθουν και η Rachel εισδύει αργά αλλά σταθερά σε έναν εφιαλτικό κόσμο...

Προσωπική άποψη:

Υπάρχουν θρίλερ που γουστάρουμε να βλέπουμε, και γιατί όχι να ξαναβλέπουμε και άλλα που αν το ξέραμε θα είχαμε προτιμήσει να πιούμε ένα μπουκάλι μουρουνέλαιο. Τώρα το πως διαχωρίζουμε την μια περίπτωση απ’ την άλλη είναι λίγο πιο περίπλοκο. Είναι θέμα γούστου κι αισθητικής! Εξαρτάται απ’ το αν μπορεί ν’ αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές εκείνων που σου προκαλούν τρόμο. Για παράδειγμα, άλλοι τρομάζουν με τα παλιά, καλά, κλασσικά θρίλερ, άλλοι πάλι με τα teen fear movies, άλλοι με τα splatter movies. Προσωπικά, τρομάζω με εκείνα τα θρίλερ που με την ατμόσφαιρική τους διάθεση μπορούν να με καθηλώσουν και σε ανύποπτο χρόνο να με κάνουν να πεταχτώ απ’ το κάθισμά μου, χωρίς να δω κάποιο ξεκοιλιασμένο πτώμα στο πάτωμα. Μια απ’ αυτές τις ταινίες είναι το “The Ring”.

Ίσως ν’ αναρωτιέστε προς τι ο τόσο μεγάλος πρόλογος. Σωστό! Άλλωστε δεν το συνηθίζω να μακρυγορώ, όχι γενικά, αλλά όσον αφορά το συγκεκριμένο σημείο προσέγγισης κάθε κριτικής. Ο λόγος που το κάνω δεν είναι άλλος απ’ το να σας δώσω να καταλάβετε ότι επειδή στη συνέχεια θα εκθιάσω την ταινία, δεν σημαίνει ότι τα ίδια συναισθήματα πρέπει να έχετε κι εσείς. Όπως προείπα, πρόκειται για μια κατηγορία της οποίας οι απόψεις μπορούν να έχουν μεγάλο χάσμα μεταξύ τους.

Το “The Ring” λοιπόν αποτελεί αμερικάνικο remake του Ιαπωνικού “Ringu”. Προσωπικά τα έχω δει και τα δύο, μου άρεσαν και τα δύο, απλά δίνοντας περισσότερους πόντους στο ένα σε κάποια σημεία και περισσότερους στο άλλο σε κάποια άλλα σημεία. Και δεν θα σταθώ πολύ σ’ αυτό, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί στην ουσία το remake σέβεται σε μεγάλο βαθμό την αρχική ταινία, χωρίς να παρεμβαίνει δραστικά στο κείμενο, παρά μόνο στα σημεία εκείνα όπου έπρεπε να δυτικοποιηθεί έτσι ώστε να είναι πιο εύπεπτη στο κοινό στο οποίο απευθυνόταν. Κι εδώ που τα λέμε κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και συχνά.

Πρόκειται για ένα ατμοσφαρικότατο θρίλερ βασισμένο σε μυθολογίες τρόμου και μεταφυσικών δυνάμεων προερχόμενων από την Ιαπωνία, δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι κι αλλιώς, που καθηλώνουν με την πρωτόγονη φύση και έκφρασή τους. Ο Gore Verbinski μετά τον “Μεξικάνο”, κάνει στροφή 180 μοιρών και το αποτέλεσμα καταφέρνει να μας καθηλώσει. Σκηνές που κόβουν την ανάσα, όχι γιατί είναι ξαφνικές, αλλά γιατί είναι πραγματικά τρομακτικές. Σκηνές τρόμου, δράσης κι εξερεύνησης υπό τη σκέπη αρχέγονων μυστικών που δεν είναι καθόλου ενοχλητικές, ακριβώς γιατί δεν είναι καθόλου στυλιζαρισμένες. Μπορεί βέβαια το αντιμιντιακό μήνυμα που θέλει να περάσει να μην είναι τόσο εμφανές από κάποιους μη παρατηρηρτικούς, δεν παύει όμως να υπάρχει και στο βαθμό που είναι δοσμένο να είναι αξιόλογο.

Αυτό όμως που καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις πέραν όλων είναι η φωτογραφία της ταινίας. Σκοτεινή και μυστηριώδης, αυξάνει το κλίμα της αγωνίας παίζοντας σε μουντούς, γκρίζους τόνους. Σε συνδυασμό δε με την παρουσία του καταραμένου video, των επιβλητικά ανατριχιαστικών ήχων και την εξαιρετική μουσική επένδυση, ναι, δίκαια μου έκοψε το αίμα, δίκαια με αναστάτωσε όσο κανένα θρίλερ τα τελευταία χρόνια, δίκαια μου χάλασε τον ύπνο για αρκετά βράδια.

Η Naomi Watts από τότε έδειξε πως είχε έρθει για να μείνει, κάνοντας μεν μια πιο mainstream επιλογή αυτή τη φορά, όμως εξίσου σημαντική κι επιτυχημένη. Σίγουρα καλύτερη από την πρωκάτοχό της στην Ιαπωνική έκδοση, αφού είναι σαφώς λιγότερο ενοχλητική και κυρίως πολύ πιο εκφραστική. Υπάρχουν στιγμές που το πρόσωπό της, το βλέμμα της, κάθε ζυγωματικό της αφήνει να εξωτερικευτούν τα συναισθήματά της τη δεδομένη στιγμή χωρίς μεγάλη προσπάθεια.

Δε μπορώ βέβαια να πω το ίδιο για τον Martin Henderson ο οποίος μοιάζει να δυσκολεύεται να αλλοιώσει το μπλαζέ υφάκι με το οποίο θα έριχνε την τελευταία χαζογκόμενα που θα έβρισκε στο δρόμο του. Ακόμα και στην πιο τρομακτική σκηνή της ταινίας δεν καταφέρνει να πείσει με τίποτα. Χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά σαφώς σε καλύτερη μοίρα βρίσκεται ο μικρός David Dorfman, τον οποίο όμως θα προτιμούσα λιγότερο σκληρό ή αν θέλετε εσωστρεφή.

Με άλλα λόγια, το “The Ring” είναι από εκείνες τις ταινίες που άρεσαν δεν άρεσαν, όλοι το ξέρουν και όλοι κάτι έχουν να πουν. Προσωπικά το προτείνω χωρίς κανέναν ενδιασμό, γιατί μετά από πολλά χρόνια κατάφερε μια ταινία ψυχολογικού τρόμου να με κάνει να πεταχτώ από το κάθισμά μου. Υπάρχουν σκηνές που θα σας στοιχείωσουν για πολύ καιρό. Ακόμα κι αν μείνετε με κάποιες απορίες, μην τα περιμένετε όλα στο χέρι. Η ουσία δεν είναι η μασημένη τροφή, αλλά αυτά που μπορείς ν’ αποκομίσεις και να επεξεργαστείς μόνος σου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο κύκλος έκλεισε... ίσως και όχι!
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Σήμα Κινδύνου
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Gore Verbinski
Πρωταγωνιστές: Naomi Watts, Martin Henderson, David Dorfman, Brian Cox, Daveigh Chase
Παραγωγή: 2002
Διάρκεια: 114’

Επίσημο site:
http://www.thering.jp/