...

Τρίτη, Οκτωβρίου 07, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Μια περίεργη βιντεοκασσέτα περιέχει περίεργες εικόνες τρόμου και φρίκης, ανεξήγητες για τον θεατή. Μόλις αυτή η κασέτα παιχτεί ακολουθεί ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα προβλέποντας ότι θα πεθάνεις μετά από επτά μέρες.
Μετά το τελευταίο θύμα, η δημοσιογράφος Rachel Keller αποφασίζει να δώσει μια εξήγηση σε αυτά τα παράξενα συμβάντα. Θα τολμήσει να δει αυτή τη βιντεοκασέτα. Έχοντας μόνο επτά μέρες ζωής αρχίζει έναν αγώνα δρόμου για να ανακαλύψει τι σημαίνουν οι περίεργες εικόνες που αυτή περιέχει.
Όμως, τυχαία την κασέτα τη βλέπει και ο μικρός γιος της. Τα τηλεφωνήματα δεν αργούν να έρθουν και η Rachel εισδύει αργά αλλά σταθερά σε έναν εφιαλτικό κόσμο...

Προσωπική άποψη:

Υπάρχουν θρίλερ που γουστάρουμε να βλέπουμε, και γιατί όχι να ξαναβλέπουμε και άλλα που αν το ξέραμε θα είχαμε προτιμήσει να πιούμε ένα μπουκάλι μουρουνέλαιο. Τώρα το πως διαχωρίζουμε την μια περίπτωση απ’ την άλλη είναι λίγο πιο περίπλοκο. Είναι θέμα γούστου κι αισθητικής! Εξαρτάται απ’ το αν μπορεί ν’ αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές εκείνων που σου προκαλούν τρόμο. Για παράδειγμα, άλλοι τρομάζουν με τα παλιά, καλά, κλασσικά θρίλερ, άλλοι πάλι με τα teen fear movies, άλλοι με τα splatter movies. Προσωπικά, τρομάζω με εκείνα τα θρίλερ που με την ατμόσφαιρική τους διάθεση μπορούν να με καθηλώσουν και σε ανύποπτο χρόνο να με κάνουν να πεταχτώ απ’ το κάθισμά μου, χωρίς να δω κάποιο ξεκοιλιασμένο πτώμα στο πάτωμα. Μια απ’ αυτές τις ταινίες είναι το “The Ring”.

Ίσως ν’ αναρωτιέστε προς τι ο τόσο μεγάλος πρόλογος. Σωστό! Άλλωστε δεν το συνηθίζω να μακρυγορώ, όχι γενικά, αλλά όσον αφορά το συγκεκριμένο σημείο προσέγγισης κάθε κριτικής. Ο λόγος που το κάνω δεν είναι άλλος απ’ το να σας δώσω να καταλάβετε ότι επειδή στη συνέχεια θα εκθιάσω την ταινία, δεν σημαίνει ότι τα ίδια συναισθήματα πρέπει να έχετε κι εσείς. Όπως προείπα, πρόκειται για μια κατηγορία της οποίας οι απόψεις μπορούν να έχουν μεγάλο χάσμα μεταξύ τους.

Το “The Ring” λοιπόν αποτελεί αμερικάνικο remake του Ιαπωνικού “Ringu”. Προσωπικά τα έχω δει και τα δύο, μου άρεσαν και τα δύο, απλά δίνοντας περισσότερους πόντους στο ένα σε κάποια σημεία και περισσότερους στο άλλο σε κάποια άλλα σημεία. Και δεν θα σταθώ πολύ σ’ αυτό, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί στην ουσία το remake σέβεται σε μεγάλο βαθμό την αρχική ταινία, χωρίς να παρεμβαίνει δραστικά στο κείμενο, παρά μόνο στα σημεία εκείνα όπου έπρεπε να δυτικοποιηθεί έτσι ώστε να είναι πιο εύπεπτη στο κοινό στο οποίο απευθυνόταν. Κι εδώ που τα λέμε κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και συχνά.

Πρόκειται για ένα ατμοσφαρικότατο θρίλερ βασισμένο σε μυθολογίες τρόμου και μεταφυσικών δυνάμεων προερχόμενων από την Ιαπωνία, δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι κι αλλιώς, που καθηλώνουν με την πρωτόγονη φύση και έκφρασή τους. Ο Gore Verbinski μετά τον “Μεξικάνο”, κάνει στροφή 180 μοιρών και το αποτέλεσμα καταφέρνει να μας καθηλώσει. Σκηνές που κόβουν την ανάσα, όχι γιατί είναι ξαφνικές, αλλά γιατί είναι πραγματικά τρομακτικές. Σκηνές τρόμου, δράσης κι εξερεύνησης υπό τη σκέπη αρχέγονων μυστικών που δεν είναι καθόλου ενοχλητικές, ακριβώς γιατί δεν είναι καθόλου στυλιζαρισμένες. Μπορεί βέβαια το αντιμιντιακό μήνυμα που θέλει να περάσει να μην είναι τόσο εμφανές από κάποιους μη παρατηρηρτικούς, δεν παύει όμως να υπάρχει και στο βαθμό που είναι δοσμένο να είναι αξιόλογο.

Αυτό όμως που καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις πέραν όλων είναι η φωτογραφία της ταινίας. Σκοτεινή και μυστηριώδης, αυξάνει το κλίμα της αγωνίας παίζοντας σε μουντούς, γκρίζους τόνους. Σε συνδυασμό δε με την παρουσία του καταραμένου video, των επιβλητικά ανατριχιαστικών ήχων και την εξαιρετική μουσική επένδυση, ναι, δίκαια μου έκοψε το αίμα, δίκαια με αναστάτωσε όσο κανένα θρίλερ τα τελευταία χρόνια, δίκαια μου χάλασε τον ύπνο για αρκετά βράδια.

Η Naomi Watts από τότε έδειξε πως είχε έρθει για να μείνει, κάνοντας μεν μια πιο mainstream επιλογή αυτή τη φορά, όμως εξίσου σημαντική κι επιτυχημένη. Σίγουρα καλύτερη από την πρωκάτοχό της στην Ιαπωνική έκδοση, αφού είναι σαφώς λιγότερο ενοχλητική και κυρίως πολύ πιο εκφραστική. Υπάρχουν στιγμές που το πρόσωπό της, το βλέμμα της, κάθε ζυγωματικό της αφήνει να εξωτερικευτούν τα συναισθήματά της τη δεδομένη στιγμή χωρίς μεγάλη προσπάθεια.

Δε μπορώ βέβαια να πω το ίδιο για τον Martin Henderson ο οποίος μοιάζει να δυσκολεύεται να αλλοιώσει το μπλαζέ υφάκι με το οποίο θα έριχνε την τελευταία χαζογκόμενα που θα έβρισκε στο δρόμο του. Ακόμα και στην πιο τρομακτική σκηνή της ταινίας δεν καταφέρνει να πείσει με τίποτα. Χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά σαφώς σε καλύτερη μοίρα βρίσκεται ο μικρός David Dorfman, τον οποίο όμως θα προτιμούσα λιγότερο σκληρό ή αν θέλετε εσωστρεφή.

Με άλλα λόγια, το “The Ring” είναι από εκείνες τις ταινίες που άρεσαν δεν άρεσαν, όλοι το ξέρουν και όλοι κάτι έχουν να πουν. Προσωπικά το προτείνω χωρίς κανέναν ενδιασμό, γιατί μετά από πολλά χρόνια κατάφερε μια ταινία ψυχολογικού τρόμου να με κάνει να πεταχτώ από το κάθισμά μου. Υπάρχουν σκηνές που θα σας στοιχείωσουν για πολύ καιρό. Ακόμα κι αν μείνετε με κάποιες απορίες, μην τα περιμένετε όλα στο χέρι. Η ουσία δεν είναι η μασημένη τροφή, αλλά αυτά που μπορείς ν’ αποκομίσεις και να επεξεργαστείς μόνος σου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο κύκλος έκλεισε... ίσως και όχι!
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Σήμα Κινδύνου
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Gore Verbinski
Πρωταγωνιστές: Naomi Watts, Martin Henderson, David Dorfman, Brian Cox, Daveigh Chase
Παραγωγή: 2002
Διάρκεια: 114’

Επίσημο site:
http://www.thering.jp/

Posted on Τρίτη, Οκτωβρίου 07, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

36 comments

Σάββατο, Οκτωβρίου 04, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Δύο γερόλυκοι ντετέκτιβ του N.Y.P.D., ο Turk κι ο Rooster στα τόσα χρόνια τους στην πιάτσα έχουν δει σχεδόν τα πάντα. Έτσι, δε διστάζουν να αποδώσουν δικαιοσύνη λειτουργώντας ακόμα κι εκτός νόμου στις περιπτώσεις όπου διαβόητοι κακοποιοί έχουν ξεφύγει απ' τις δαγκάνες της αστυνομίας και των δικαστικών αρχών.
Η εμφάνιση ενός κατά συρροή δολοφόνου όπου σκοτώνει ακριβώς αυτούς ακριβώς, αφήνοντας τους κι ένα τετράστιχο σημείωμα, οδηγεί γρήγορα τους αστυνομικούς στο συμπέρασμα πως ο δολοφόνος αποδίδει 'δικαιοσύνη' και δεν είναι διόλου απίθανο να είναι μπάτσος.
Κι όλα αυτά συνδέονται με μία παλιά υπόθεση όπου οι δύο ντετέκτιβ είχαν, υποτίθεται, εξιχνιάσει.

Προσωπική άποψη:

Παρά την αποτροπή του Γιάννη να δω την ταινία σινεμά δεν τον άκουσα και την περασμένη Παρασκευή πήγα να δω την κινηματογραφική μου φαντασίωση. Να δω τον Al Pacino και τον Robert De Niro, όχι απλά να συμπρωταγωνιστούνε στην ίδια ταινία, αυτό άλλωστε το είχαμε δει και στο παρελθόν με τα “The Heat” και “The Godfather”, αλλά να εμφανίζονται ταυτόχρονα στο ίδιο πλάνο. Αυτό από μόνο του αποτελεί σπουδαίο κινηματογραφικό γεγονός.

Διαβάζοντας βέβαια τα παραπάνω μην πηγαίνει το μυαλό σας στο καλό. Δεν έχω σκοπό, ούτε διάθεση να εκθειάσω την ταινία μόνο και μόνο λόγω της αδυναμίας που τρέφω προς τους πρωταγωνιστές και την οποία έχω εκφράσει πολλάκις στο παρελθόν. Ένας, καμιά φορά και δύο, κούκοι δεν φέρνουν την άνοιξη κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα όσο κυλάει η ταινία. Σίγουρα δεν περίμενα καμιά οσκαρική παραγωγή, όταν όμως έχω όλη την καλή διάθεση, περιμένω να δω κάτι παραπάνω.

Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε στο μυαλό του ο Avnet όταν σκεφτόταν τον όρο κινηματογραφική προσέγγιση. Ήμαρτον... ταινία δράσης γυρίζεις και όχι τα στρουμφάκια και μάλιστα εν έτη 2008 κι όχι 1968. Αν μη τι άλλο έχει όλα εκείνα τα μέσα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προκειμένου να υπάρχει ροή της δράσης και κορύφωση. Ακολουθούμενος προφανώς κάποια από τα μονοπάτια που χάραξε ο Fincher, απλά καταφέρνει να χάσει την μπάλα. Και μπορεί το έργο από μόνο του να μην ξεχειλίζει από σεναριακή πρωτοτυπία και εμφάνταστη σκηνοθετική ματιά, όμως βρε αδερφάκι μου... κάνε έστω μια προσπάθεια να με ξαφνιάσεις. Μην με βυθίζεις για άλλη μια φορά στον κόσμο των ατελείωτων κλισέ και της απόλυτης προβλεψιμότητας.

Οι δύο κορυφαίοι ηθοποιοί, ίσως πρέπει να πάρουν απόφαση πως ήρθε η ώρα να καθίσουν σπίτι τους και ν’ αναπολούν τις παλιές τους δόξες. Όχι γιατί οι ίδιοι είναι κακοί ερμηνευτικά, αλίμονο, αλλά γιατί δεν υπάρχει ο σκηνοθέτης εκείνος που να μπορεί να τους διαχειριστεί, πόσο μάλλον να τους φέρει αντιμέτωπους πρόσωπο με πρόσωπο. Επιπλέον δεν βοηθάνε και οι ίδιοι τους εαυτούς τους, καθώς τα τελευταία χρόνια η μία αποτυχημένη επιλογή διαδέχεται την άλλη κάνοντάς μας να λησμονούμε τις χαμένες δόξες και ν’ απορούμε. Το να ταυτίζεσαι με έναν συγκεκριμένο ρόλο δεν είναι καλό, ακόμα κι αν μιλάμε για μεγαθήρια.

Οι δευτεραγωνιστές φαντάζομαι ότι θα σκότωναν και τη μάνα τους για να βρεθούν δίπλα στο πάντρεμα των δύο κορυφαίων ηθοποιών. Εμείς πάλι ως θεατές, ίσως να σκοτώναμε την δική μας για να δούμε κάποιους άλλους στους ρόλους αυτούς.

Με άλλα λόγια, το είδατε; Δεν πειράζει, θα σας περάσει! Δεν το είδατε; Καλύτερα, μπορείτε να περιμένετε και το dvd, όχι για κανέναν άλλο λόγο πέραν της περιέργειας. Δυστυχώς αυτή η ταινία πιστεύω ότι θ’ αποτελέσει την απόλυτη εξαφάνιση των δύο ηθοποιών και σίγουρα μετά από λίγο καιρό δεν θα θυμόμαστε καν την ύπαρξή της. Κρίμα, πραγματικά, όχι γιατί είχα μεγάλες αξιώσεις, αλλά γιατί θλίβομαι για το άδοξο φινάλε της καριέρας δύο πολυαγαπημένων ηθοποιών. Τιμής ένεκεν...
Βαθμολογία 5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Ου Φονεύσεις
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτης: Jon Avnet
Πρωταγωνιστές: Robert De Niro, Al Pacino, Carla Gugino, John Leguizamo, Donnie Wahlberg
Παραγωγή: 2008
Διάρκεια: 100’

Επίσημο site:
http://www.righteouskill-themovie.com/

Posted on Σάββατο, Οκτωβρίου 04, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

6 comments

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Το τρίαθλο μαγείας φιλοξενείται αυτή τη φορά στο Hogwarts και πρόκειται για τον πιο επικίνδυνο διαγωνισμό μαγείας, στον οποίο οι διαγωνιζόμενοι συμμετέχουν με κίνδυνο τη ζωή τους.
Αν και το κύπελλο της φωτιάς αποφασίζει αρχικά για τους τρεις διεκδικητές, ανακοινώνει και το όνομα του Harry Potter, ο οποίος είναι μικρός για να λάβει μέρος στον αγώνα.
Ενώ όλοι υποψιάζονται τον μικρό μάγο για αλαζονική συμπεριφορά, ο Dumbledore υποπτεύεται ότι κάποιος άλλος έβαλε το όνομα του Potter σκόπιμα για να τον εκθέσει σε κίνδυνο.

Προσωπική άποψη:
Η τέταρτη ιστορία του μικρού μάγου είναι αυτή που περισσότερο από τις προηγούμενες τρεις χαρακτηρίζεται από ίντριγκες, αλλά και πολύ περισσότερη αγωνία. Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ικανοποίησε τους πιο παιτητικούς, όμως στο βαθμό που μπορούσε, αξιοποίησε όλα εκείνα τα στοιχεία που είχαν μεγαλύτερη σημασία και άξιζαν να καλλιεργηθούν. Αν λάβουμε υπόψιν μας το μέγεθος του τέταρτου βιβλίου, που ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα προηγούμενα, πολλά ήταν εκείνα που θα έπρεπε να κοπούν. Ωστόσο πιστεύω πως έγινε αρκετά προσεχτική και συνάμα μελετημένη επιλογή έτσι ώστε να μην έχουμε την απόλυτη σφαγή. Πολύ εύκολα θα μπορούσε να είχε έρθει, κάτι που ευτυχώς αποφεύγεται.

Πλέον η ταινία δεν απευθύνεται σε ανήλικα παιδιά και αυτό γίνεται ξεκάθαρο σχεδόν από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, καθώς σε προετοιμάζουν για μια πιο σκληρή και βίαιη συνέχεια. Οι ήρωες ωρίμασαν και μαζί μ’ αυτούς τα προβλήματα, οι ευθύνες και οι κίνδυνοι που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν. Άλλωστε πλέον ο θανάσιμος εχθρός τους είναι πολύ κοντά στο ν’ αποκτήσει σάρκα και οστά και το ξέρουν.

Τα οπτικά και ηχητικά εφέ είναι ίσως τα καλύτερα της σειράς μέχρι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον. Η δράση πλέον δεν επικεντρώνεται μέσα στους τοίχους του Hogwarts, αλλά έξω απ’ αυτούς, κάτι που αποτελεί μεγάλο ρίσκο. Ίσως βέβαια όχι τόσο μεγάλο όσο το να πάρουν σάρκα και οστά οι τρεις μεγαλεπίβολοι άθλοι. Σ’ αυτό τουλάχιστον, μπορώ με περισσής άνεσης να βγάλω το καπέλο στην καλλιτεχνική διεύθυνση. Απ’ την άλλη βέβαια, σχεδόν αδιάφορη είναι η μουσική του Doyle, καθώς έχει αρκετά σκαμπανευάσματα.

Ο Newell είναι ο πρώτος Βρετανός σκηνοθέτης που πήρε τα ηνία. Και τελικά δεν τα πήγε και άσχημα, καθώς είχε να στήσει και να αναπαραστήσει ένα απ’ τα πιο πολύπλοκα τόσο σε οπτικό, όσο και σε επίπεδο ροής. Κρατάει την υφή του μαγικού αυτού κόσμου όπως ήταν, καταφέρνοντας να ενσωματώσει τα νέα στοιχεία χωρίς να μοιάζουν ξένα. Δεν ακολουθεί την γραμμή των πρωκατόχων του και καταφέρνει έστω και με αυτή τη μία και μοναδική του ταινία ν’ αφήσει το στίγμα του και ν’ αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον επόμενο.

Οι νεαροί πρωταγωνιστές πλέον έχουν μπει σ’ έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Η χημεία μεταξύ τους αποδίδει εξαιρετικά με τους Grint και Watson να είναι καλύτεροι από κάθε άλλη φορά. Όσο για τον Radcliffe, τον βρήκα πιο απολαυστικό ερμηνευτικά από τις προηγούμενες φορές, αντιμετωπίζοντας τον ρόλο του πιο σοβαρά και με μεγαλύτερη ωριμότητα.

Για τους δευτεραγωνιστές να μην λέω συνέχεια τα ίδια. Απλά θα πω ότι ο Gambon δείχνει πιο εξοικειωμένος αυτή τη φορά, ενώ με διαφορά από τις νέες προσθήκες την παράασταση κλέβουν οι Gleeson και Richardon, αποτυπώνοντας στο πανί όλη την τρέλλα και την υστεροφημία αντίστοιχα των χαρακτήρων τους. Όμως και ο κακός της υπόθεσης αποκτά υπόσταση. Αν και διαφορετικός απ’ το βιβλίο, ο Fiennes παραμένει τρομακτικός.

Αν και πολλά πράγματα έμειναν εκ των πραγμάτων έξω από την ταινία, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως πρόκειται για μια εξαιρετικά φαντασμαγορική εικαστικά δουλειά. Η δράση με εξαίρεση μια μικρή διακοπή δεν σταματάει και ο ρυθμός σε συνεπαίρνει. Το σκοταδιστικό κλίμα είναι πιο αισθητό, πιο απειλητικό και όσο ξέρουν την εξέλιξη απλά παρακολουθούν έκπληκτοι, ενώ όσοι δεν έχουν ιδέα απόλυτα καθηλωμένοι.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Ο Χάρι Πότερ Και Το Κύπελλο Της Φωτιάς
Είδος: Φαντασίας
Σκηνοθέτης: Mike Newell
Πρωταγωνιστές: Daniel Radcliffe, Rupert Grint, Emma Watson, Robbie Coltrane, Ralph Fiennes, Timothy Spall, Jason Isaacs, Michael Gambon, Brendan Gleeson, Miranda
Μουσική: Patrick Doyle
Παραγωγή: 2005
Διάρκεια: 157’

Επίσημο site:
http://harrypotter.warnerbros.com/index.html
http://harrypotter.warnerbros.co.uk/site/index.html

Posted on Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

8 comments