Συνοπτική περίληψη του έργου:
Βρισκόμαστε στο φημισμένο Chicago του εγκλήματος και της ποτοαπαγόρευσης, με πρωταγωνιστές ως εγκληματίες κυρίως ορισμένες γυναίκες.
Το μεγάλο όνειρο της Roxie είναι να γίνει διάσημη και για το σκοπό της αυτόν απατάει το σύζυγό της και σκοτώνει τον εραστή της. Καταλήγει στις φύλακες του Chicago αντιμετωπίζοντας τη θανατική ποινή.
Στις ίδιες φύλακες βρίσκεται το ίνδαλμα της, άλλη μια γυναίκα με την ίδια ποινή, αλλά διαφορετική ιστορία. Η ματαιοδοξία οδηγεί τη Roxie και οι συγκυρίες τη βοηθούν να προσλάβει τον καλύτερο δικηγόρο της πόλης.

Προσωπική άποψη:
Πριν πω την άποψή μου για την ταινία θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως θεωρώ τα μιούζικαλ μια πολύ ιδιάζουσα κατηγορία. Είναι ένα είδος που καλώς ή κακώς δεν μπορεί να αρέσει σε όλους ή τουλάχιστον, δεν μπορεί να εκτιμηθεί αξιοκρατικά, αν δεν μπορείς συνειδητά να κάνεις τον διαχωρισμό του από τα υπόλοιπα. Ένα όμως είναι σίγουρο, είτε σας άρεσε το “Chicago”, είτε όχι, είναι μια ταινία τόσο εντυπωσιακή που δεν μπορείς να ξεχάσεις εύκολα.

Το “Chicago”, μετά το “Cabaret”, είναι ίσως το δημοφιλέστερο μιούζικαλ του Broadway. Είχα την τύχη να το παρακολουθήσω κάποτε και μέχρι σήμερα αποτελεί μια απ’ τις πιο εντυπωσιακές και σίγουρα αξέχαστες εμπειρίες της ζωής μου. Η υπόθεσή του, ικανή να γοητεύσει κάθε θεατή, αφού έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προσελκύσουν κάθε απαίτηση. Ωραίες γυναίκες, γυμνό, αισθησιακούς χορούς, βία, μυστήριο και δολοπλοκίες. Αν τα βάλεις όλα μαζί στο mixer, αδιαμφισβήτητα το θέμα έχει ενδιαφέρον. Έχει όμως το αντίστοιχο ενδιαφέρον και το αποτέλεσμα;

Ο Rob Marshall δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης της ταινίας αλλά και ο χορογράφος της. Είναι εκείνος που πήρε μια ιδέα και της έδωσε σάρκα και οστά, της έδωσε πνοή και κατ’ επέκταση ζωή. Ο Marshall, απέδειξε πως ξέρει και πως μπορεί να σκηνοθετήσει μιούζικαλ με τον καλύτερο και πιο εντυπωσιακό τρόπο. Γιατί η μαγκιά είναι εκεί, έστω και οπτικά, να καταφέρεις να καθηλώσεις ακόμα και τους πιο αρνητικούς και ναι, τα καταφέρνει περίφημα. Βέβαια, η επιρροή που έχει ασκηθεί πάνω του από τον αγαπημένο μου Baz Luhrmann και το λατρεμένο “Moulin Rouge”, που ναι, έκανε την πραγματική έκπληξη, είναι εμφανής, έστω και αν ο προσανατολισμός διαφέρει.

Ο ρυθμός είναι γρήγορος και συνεχής, ενώ ο εντυπωσιακός και λαμπερός κόσμος του θεάματος, σκοτεινιάζει μπροστά στο πέπλο δολοπλοκίας και μυστηρίου. Ο νόμος και τα ΜΜΕ παίζουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη, αφού είναι ο θεός του κόσμου, τα πάντα περιστρέφονται γύρω τους και κινούν τα νήματα της ιστορίας και των ηρώων κατά όπου αυτοί θέλουν. Η ζυγαριά πότε γέρνει από τη μια μεριά, πότε απ’ την άλλη, το συμφέρον είναι πρωταγωνιστής και μέχρι το τέλος δεν ξέρεις ποιος τελικά θα είναι ο κερδισμένος. Άλλωστε ότι λάμπει δεν είναι χρυσός και όταν τα ηθικά όρια ξεπεραστούν, τότε δεν υπολογίζεις τίποτα, δεν επιζητάς τίποτα, απλά ελπίζεις.

Οι χορογραφίες είναι φαντασμαγορικές, γεμάτες αισθησιασμό και η προσέγγισή τους τέτοια, που τις κάνει να μοιάζουν εντελώς θεατρικές, ακόμα και μπροστά στην κάμερα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό, καθώς ο θεατής που δεν θα το προσεγγίσει απόλυτα καλλιτεχνικά, ίσως και να κουραστεί νωρίς. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί η ξέφρενη μουσική, ο έντονος χορός, τα πολλά φώτα και τα πολλά στρας, κάπου αρχίζουν και πνίγουν την αρχική ευφορία.

Η Renee Zellweger είναι η απόλυτη θεά στο ρόλο της ταλαντούχας μεν, άγνωστης δε καλλιτέχνιδας, που κάτω από το γλυκό, αθώο και πολλές φορές αφελές μουτράκι της, είναι η προσωποποίηση του μουλωχτού εγκλήματος, της δολοφονικής αθωότητας. Δεν μας έχει συνηθίσει σε τόσο απαιτητικούς ρόλους και το γεγονός ότι το πάλεψε και τα κατάφερε, είναι από μόνο αξιοθαύμαστο, όπως και τα κιλά που έχασε.

Όμως και η Catherine Zeta-Jones στο ρόλο της φτασμένης και απόλυτης ντίβας, που εν μια νυκτία καταφέρνει να στρέψει πάνω της όλα τα φώτα, για να τα χάσει τελικά από μια ασήμαντη, είναι απολαυστική. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που κέρδισε το Oscar. Χορεύει αισθησιακά, τραγουδάει καλά και πίσω από το γοητευτικά και μυστηριώδη χαρακτηριστικά της, κρύβει την απόλυτα bitch, που δεν αργεί όμως να μεταμορφωθεί σε πρόβατο.

Ο άντρας της υπόθεσης, Richard Gere, μπορεί να μην είναι η συμπάθειά μου, μπορεί να μην είναι αυτό που θα περίμενα να δω σ’ αυτόν το ρόλο, στάθηκε ωστόσο στο ύψος των περιστάσεων, με μια αξιοπρεπή ερμηνεία, που όμως δεν κατάφερε να με εντυπωσιάσει. Στον αντίποδα οι δευτερεύοντες, αλλά ζωτικοί ρόλοι των Queen Latifah και John C. Reilly, είναι πέρα για πέρα αποδοτικοί, λειτουργικοί κι απολαυστικοί, παρά που το profile του χαρακτήρα που αντιπροσωπεύουν τους θέλει υπηρέτες πιο ήπιων τόνων.

Με άλλα λόγια, το “Chicago” οπτικά είναι μια πανδαισία, ένα υπερθέαμα για όλες τις αισθήσεις, από την εικόνα μέχρι και τα ακούσματα. Ντυμένο εξαιρετικά με το πνεύμα μιας εποχής βίαιης και πρόστυχης, συνάμα όμως γοητευτικής. Φαντασμαγορικά κοστούμια, εντυπωσιακές φωτογραφίες και αξιοθαύμαστες συνολικά ερμηνείες. Αλλά… εδώ έρχεται το μεγάλο αλλά! Όσο και να εντυπωσιάζουν, όσο και να σε κερδίζουν τα παραπάνω στοιχεία, το μεγάλο μειονέκτημα της ταινίας είναι όχι τόσο η έλλειψη δραματουργίας, αλλά η μη αξιοποίησή της στο βαθμό που θα μπορούσε, κάτι που κατ’ επέκταση υποβιβάζει μια πιθανή θριαμβευτική κορύφωση. Ωστόσο, παραμένει μια οπτική απόλαυση!
Βαθμολογία 7,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Chicago
Είδος: Μιούζικαλ
Σκηνοθέτης: Rob Marshall
Πρωταγωνιστές: Renee Zellweger, Catherine Zeta-Jones, Richard Gere, John C. Reilly, Christine Baranski, Taye Diggs, Dominic West, Queen Latifah, Lucy Liu, Mya
Παραγωγή: 2002
Διάρκεια: 113’

Επίσημα sites:
http://miramax.com/chicago.html
http://www.thefilmfactory.co.uk/chicago/chicago_fr.html