...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009

Έρωτες Για Τρεις

Casablanca (1942): Αυτό το ασπρόμαυρο αριστούργημα είναι η απόλυτη απεικόνιση μιας ερωτικής τριπλέτας. Ο Rick συναντά την παλιά του αγαπημένη Ilsa που ποια ζει παντρεμένη με τον Victor, έναν Τσέχο ηγέτη που καταζητούν οι Ναζί. Το ιδιόμορφο της ταινίας είναι πως και οι δύο άντρες στην ζωή της Ilsa είναι ισότιμοι, έχουν και οι δύο θέση στην καρδιά της καθώς τους αγαπάει και τους εκτιμάει. Δεν τους εκμεταλλεύεται, όχι μόνο επειδή δεν έχει την διάθεση να το κάνει αλλά, επειδή δεν καταλαβαίνει την δύναμη που ασκεί πάνω τους. Όμως και οι δύο αυτοί άντρες σέβονται ο ένας τον άλλον και είναι έτοιμοι να εκδηλώσουν την απόλυτη αγάπη τους απέναντί της, όχι μέσω της διεκδίκησης αλλά, μέσω της παραχώρησης. Γιατί φίλοι μου αυτή είναι η μεγαλύτερη έκφραση αγάπης, το να έχεις το κουράγιο και την δύναμη να θυσιάσεις τον εαυτό και τα αισθήματά του για να είναι ευτυχισμένος αυτός που αγαπάς και νοιάζεσαι. Το φινάλε μπορεί να μην είναι εκείνο που θα μας ικανοποιούσε συναισθηματικά όμως, είναι εκείνο που είναι πιο δίκαιο οδηγώντας τους πρωταγωνιστές στην προσωπική τους λύτρωση.

Sabrina (1954): Μια γλυκιά ταινία που παρά το συναισθηματικό μπλέξιμο μεταξύ τριών προσώπων, φαντάζει στα μάτια μας τόσο τρυφερή, αθώα και όμορφα φορισμένη συναισθηματικά που δεν σου αφήνει περιθώρια να μην την αγαπάς ακόμα και μετά από 6 γεμάτες δεκαετίες. Η αγαπημένη Audrey Hepburn στον ομώνυμο ρόλο, κόρη ενός κηπουρού, είναι η πέτρα του σκανδάλου ανάμεσα σε δύο αδέρφια της αριστοκαρτικής κοινωνίας. Η ταινία μπορεί να έχει στοιχεία ρομάντζου όμως, δεν στερείται κωμωικών στιγμών που την κάνει ακόμα πιο απολαυστική και ικανή να ξεχωρίσει ανάμεσα στις χιλιάδες αυτού του είδους. Λαμπεροί πρωταγωνιστές, ένας αέρας γεμάτος γοητεία από το χθες σε μια ρομαντική κωμωδία που είναι από τις λίγες που έχουν το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται κλασσικές. Το 1995 απέκτησε ένα σύγχρονο remake που δεν διαφοροποιήθηκε ιδιαίτερα από την αρχική ιστορία όμως, δυστυχώς, και ιδιαίτερα με μέτρο σύγκρισης το πρωτότυπο, το μόνο που γευόμαστε είναι απογοήτευση και μια ακαμάχητη επιθυμία να επανεξετάσουμε, να γελάσουμε και να ερωτευτούμε με την πρώτη ταινία που ξυπνάει νοσταλγίες του παρελθόντος.

First Knight (1995): Ένα δράμα εποχής, με αρκετές μάχες, κοστούμια, σκηνικά, πολιορκίες, έρωτες και όλα αυτά, τοποθετημένα που αλλού, στον γοητευτικό μεσαίωνα. Και μπορεί ως επί των πλείστων ανάλογες παραγωγές να επικεντρώνονται στην μάχη μεταξύ καλού και κακού για την κατάκτηση της δύναμης, της εξουσίας και της βασιλείας όμως, στην προκειμένη περίπτωση, επιλέγουν να επικεντρωθούν σε μια μάχη διαφορετική. Στη μάχη μεταξύ δύο καλών για την καρδιά μιας δεσποσύνης, κάτι που κάνει την ταινία να υπάγεται στο αισθηματικό και όχι στο πολεμικό είδος. Αλλοιώνοντας τον κλασσικό μύθο του Camelot προσπαθεί να δώσει μια νέα διάσταση που όμως, ξενίζει τον μαθημένο, σε μια άλλη διάσταση των πραγμάτων, θεατή. Παρ’ όλα ταύτα, συγκίνησε και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να συγκινεί πολλές γυναικείες καρδιές με το κλισέ, γλυκανάλο ρομάντζο της. Ναι, η ιστορία αυτή μπορεί να είναι ένα κραυγαλέο παραμύθι όμως, στολίζεται με όμορφες εικόνες, δυνατά συναισθήματα και ωραίους πρωταγωνιστές που, μπορεί να μην προσφέρει κάτι νέο στον χώρο του αισθηματικού δράματος όμως, είναι τόσο δακρύβρεστο όσο χρειάζεται.

My Best Friend’s Wedding (1997): Η ταινία αυτή δεν είναι άλλη μια ρομαντική κομεντί που απευθύνεται σε απελπισμένες, ανύπαντρες τριαντάρες, αλλά σε ένα διαφορετικό, πιο ευρύ κοινό που δεν διαχωρίζεται από την αντρική ή γυναικεία φυσιογνωμία του, αλλά που χαρακτηρίζεται από συναισθήματα που ενώνουν ή απομακρύνουν την κοινή τους πορεία. Η Julianne και ο Michael είναι δύο νέοι άνθρωποι που έχουν περάσει μαζί μια ζωή, που έχουν μοιραστεί τις πιο δυνατές συγκινήσεις που έχουν νιώσει ποτέ. Και όμως, ενώ ο ένας αποτελεί το ιδανικό ταίρι για τον άλλον, δεν το αντιλαμβάνεται, ή για να το θέσω καλύτερα, δεν θέλει να το παραδεχτεί και ιδιαίτερα η Julianne. Συνήθως οι καλύτεροί μας φίλοι, έχουν όλα εκείνα που θα θέλαμε να έχει ο σύντροφός μας. Τότε γιατί δεν είμαστε μαζί τους; Τότε γιατί ενώ επιλέγουμε να μην είμαστε μαζί τους, μας πονάει όταν κάποιος άλλος μπαίνει ανάμεσά μας και διεκδικεί την πρώτη θέση στην καρδιά του; Ίσως γιατί κατά βάθος να ξέρουμε, ότι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τόση τελειότητα σε μια σχέση. Ίσως γιατί μας φοβίζει το γεγονός ότι ο έρωτας μπορεί να καταστρέψει την τελειότητα που έπλασσε η φιλία. Βασισμένη σε αυτή την θεμελιώδη θεωρία των σχέσεων, η ταινία ακολουθεί ένα ξέφρενο οδοιπορικό τεσσάρων ημερών όπου δεν μπρορούν όλοι να ανδειχτούν νικητές. Οι μελό διάλογοι δεν αποτελούν κεντρικό άξονα ενώ ο ρεαλισμός χτυπάει το συναίσθημα οδηγώντας σε ένα φινάλε που δεν είναι γλυκανάλατο αλλά δίκαιο.

House of Flying Daggers (2004): Η εν λόγω ταινία αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας την οποία δεν έχω κατορθώσει να δω συνολικά. Ωστόσο, καλούμενη να την κρίνω ως ένα ξεχωριστό κεφάλαιο θα μπορούσα πολύ απλά να την χαρακτηρίσω ως εικαστική πανδεσία. Παλιοί μύθοι της Άπω Ανατολής, συνδυασμένοι με δράση, πολεμικές τέχνες κι έρωτα, με την μαγεία και τη γοητεία του διαφορετικού. Ένας τριγωνικός έρωτας ανάμεσα σε εχθρούς που καταλήγουν να αλλάξουν στρατόπεδα. Ανάμεσα σε συμμάχους που επίσης ακολουθούν την ίδια μοίρα. Μια γυναίκα το αντικείμενο ενός πόθου που καταλήγει σε ένα λυρικό, πολεμικό ξέσπαμα που θυμίζει κάτι απ’ την δικιά μας, δημοτική ανθολογία. Αισθάνεσετ ότι σε αυτές τις ταινίες δεν υπάρχει μέτρο και λογική; Μα δεν το χρειάζονται, όπως δεν το χρειάζεται κι ο έρωτας. Μια μοναδική ιστορία ενός ιδιόμορφου έρωτα που δεν έχει όρια, δεν ακολουθεί στερεότυπα. Ένας έρωτας με μια διαφορετική μορφή από την συνηθισμένη, σε όλο του το μεγαλείο. Ταξιδέψτε λοιπόν σε έναν εμφάνταστο κόσμο μαγείας κι ανείπωτης ομορφιάς.

Έρωτες Άλλης Διάστασης

Ghost (1990): Ο Sam έχει υποσχεθεί στη Molly να την προστατεύει πάντα. Έτσι, ακόμα και μετά την απρόσμενη δολοφονία του που γκρεμίζει τα όνειρά τους για το κοινό μέλλον τους, μένει μαζί της ως πνεύμα. Μπορεί να είναι μια ταινία που σήμερα για κάποιους να συγκαταλέγεται στις παλαιομοδίτικες, είναι όμως και μια ταινία από εκείνες που δεν μπορείς να μην αγαπάς. Λίγο δράση, λίγο περιπέτεια, λίγο ρομάντζο, κάποια στοιχεία θρίλερ και ανάμεσα σε όλα αυτά, πολύ, αγνό και τρυφερό συναίσθημα και έντονες δόσεις χιούμορ που όμως, όχι μόνο δεν γελοιοποιούν το σύνολο, αλλά το κάνουν πιο ανάλαφρο εκεί που χρειάζεται κι εκεί πάντα όπου έχει την δυνατότητα να ενσωματωθεί. Το ιδιαίτερο αυτής της ταινίας είναι η κρυφή ελπίδα που δίνει στον θεατή. Την ελπίδα ότι οι άνθρωποι που αγαπάμε όταν πεθαίνουν δεν χάνονται αλλά, υπάρχουν ακόμα, έστω και σε μια άλλη μεριά του κόσμου, έστω και μια διαφορετική υπόσταση απ’ αυτήν που είχαν στη γη. Είναι ωραίο να ελπίζεις ή έστω, να παραμυθιάζεσαι αν το προτιμάτε.

What Dreams May Come (1998): Μια ταινία μαγευτική. Ένα ανθρώπινο δράμα που συγκινεί χωρίς καμία απολύτως δυσκολία αφού τα δάκρυα κυλάνε αυθόρμητα κι ανεξέλεχτα. Η ταινία πραγματεύεται ένα πολύ δύσκολο, συναισθηματικά κυρίως θέμα. Τη ζωή μετά θάνατον και τον διαχωρισμό της σε Κόλαση και Παράδεισο. Είναι η ιστορία του Chris και της Annie. Όταν ο πρώτος χάνει τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα, η Annie δεν αντέχει και αυτοκτονεί. Ο Chris βρίσκεται στον Παράδεισο ενώ η Annie στην Κόλαση και είναι διαθετημένος να κάνει ό,τι χρειαστεί, να θυσιάσει τα πάντα αρκεί να την δει μια φορά ακόμη. Πανέμορφες, λυρικές εικόνες μπλέκονται σε ενα ταξίδι αισθήσεων και συναισθημάτων. Η ομορφιά των εικόνων, μπλέκεται με την ψυχική ομορφιά και την δραματική τραγικότητα των χαρακτήρων σε μια μοναδικά ρομαντική ταινία, από εκείνες που δίκαια ξεχωρίζουν και μπορούν να αγαπηθούν για την μοναδική, ξεχωριστή και τολμηρή προσωπικότητά τους. Ο ρομαντισμός συναντά το μεταφυσικό και ο φόβος που προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί τον θάνατο παίρνει σχήμα και εικόνα, κάνοντάς μας να ελπίζουμε ότι ίσως, υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό που θα περιμέναμε. Κάτι που θα μας επέτρεπε ακόμα να αγωνιστούμε γι’ αυτό.

Τρυφεροί Έρωτες

Breakfast At Tiffany’s (1961): Μπορεί να μην ήταν η ταινία εκείνη που χάρισε την απόλυτη καλλιτεχνική διάκριση στην Audrey Hepburn για μια ακόμη φορά όμως, ήταν η ταινία εκείνη και ο ρόλος που την χαρακτήρισαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Η ιστορία του Capote είναι από εκείνες που σε κάνουν να ερωτευτείς και να συμπάσχεις με τους πρωταγωνιστές, που μπορούν να αποσπάσουν το δάκρυ σου, όχι βίαια αλλά φυσικά κι αβίαστα καθώς νιώθεις ότι έτσι θα ανακουφίσεις την ψυχή σου. Η ταινία είναι ένα ρομαντικό παραμύθι που όμως μέσα της κρύβει μεγάλη δραματικότητα. Δύο άνθρωποι, υποχοίρια της ζωής που έχουν επιλέξει να ζουν. Εκείνος ζει χάρη στην πλούσια γυναίκα που τον συντηρεί ενώ εκείνη στηρίζεται στις εκάστοτε πλάτες αντρών που μπορούν να ικανοποιήσουν τα γούστα της. Είναι όμως μια ζωή που στο βάθος θέλουν να δραπετεύσουν από αυτήν και να απελευθερωθούν. Μπορεί φαινομενικά να υπάρχει αφέλεια όμως από κάτω κρύβονται φαντάσματα ενός οδυνηρού παρελθόντος. Και μπορεί οι επιταγές της σύγχρονης ζωής να μην τους θέλουν μαζί όμως εκείνοι καταφέρνουν να αφήσουν πίσω τους τα εμπόδια αφού η αγάπη τους είναι το μόνο που έχει πραγματικά σημασία.

Sleepless In Seattle (1991): Η πρώτη κινηματογραφική συνεύρεση των αγαπημένων Tom Hanks και Meg Ryan έγινε το 1991 κι έμελλε μέχρι και σήμερα να αποτελεί μια απ’ τις πιο αγαπημένες συναισθηματικές, με μια δόση δραματικού, ταινίες της κατηγορίας αυτής. Ο Sam, χήρος, με την παρότρυνση του οχτάχρονου γιου του μιλάει σε μια ραδιοφωνική εκπομπή όπου λαμβάνει πολλά γράμματα γυναικών. Ανάμεσά σε αυτά βρίσκεται κι ένα ξεχωριστό, εκείνο της Annie που ετοιμάζεται να παντρευτεί αλλά δεν είναι σίγουρη ότι ο αρραβωνιαστικός της είναι ο άντρας της ζωής της. Ταξιδεύει λοιπόν στο Seattle για να διαπιστώσει από μόνη της ποιος είναι ο Sam και τι θέλει να κάνει. Υπέρμετρα ρομαντικό, σαχλό, ακόμα κι αφελές; Μπορεί! Όμως η πιθανότητα ενός έρωτα δεν γνωρίζει σύνορα αρκεί να έχεις μέσα σου μια μικρή τρέλλα και μια ακόμη μεγαλύτερη αμφιβολία. Κάπου εκεί έξω βρίσκεται το άλλο μας μισό αρκεί, να έχουμε την διάθεση να το ψάξουμε να το βρούμε κι αφού το βρούμε να το διεκδικήσουμε. Δεν φτάνει να πιστεύουμε στα όνειρα αλλά να προσπαθούμε να τα πραγματοποιούμε.

While You Were Sleeping (1995): Μια ιδιόμορφη και σχετικά ευφάνταστη ρομαντική ταινία όπου η πρωταγωνίστρια από μέλλουσα ανύπαντρη μητέρα καταλήγει εξαιτίας ενός εκτροχιασμού τρένου, ως μνηστή ενός διάσημου άντρα που βρίσκεται σε κώμα μετά το ατύχημα. Η μία παρεξήγηση διαδέχεται την άλλη κι αντί να ξεμπλέξει βρίσκεται όλο και πιο πολλή μπλεγμένη σε έναν κυκαιώνα καταστάσεων από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει και από ένα σημείο και μετά δεν θέλει. Το μοναχικό κορίτσι χωρίς κανέναν στον κόσμο βρίσκεται ξαφνικά με μια μοναδική οικογένεια που ονειρευόταν πάντα. Όταν όμως την ερωτεύεται ο καχύποπτος αδερφός του δήθεν αρραβωνιαστικού της για τον οποίο νιώθει κι εκείνη τα ίδι αισθήματα, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Σπιρτόζοι διάλογοι, υπέρμετρος ρομαντισμός και το παραμύθι ισσοροπεί με την πραγματικότητα σε ένα σενάριο με ευρηματικούς διαολόγους όπου καταφέρνει να σε πείσει πως τα πάντα μπορεί να συμβούν στην ζωή, όσο τρελλά κι αν φαίνονται, αρκεί να έχεις πίστη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Posted on Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

18 comments

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

Αταίριαστοι Έρωτες

Edward scissorhands (1990): Ένας παράξενος, αθώος, ειλικρινής έρωτας μέσω της παιδικής ματιάς του Burton. Εμπνευσμένος ίσως από την κλασσική ταινία κινουμένων σχεδίων, “Beauty And The Beast”, δημιουργεί το δικό του παραμύθι. Ο Ψαλιδοχέρης δεν είναι ένα τέρας, αλλά ένα άτυχο πλάσμα, που μοίρα του έμελλε να κάνει τη νύχτα και το σκοτάδι συντρόφους του. Δεν ήταν εκείνος που επέλεξε την τύχη του, αλλά η ίδια η μοίρα, που πολλές φορές παίζει εις βάρος μας παράξενα παιχνίδια. Παιχνίδια που πολλές φορές μπορεί να μας αφήνουν να πορευόμαστε με μοναδικό σύμμαχο τη μοναξιά μας, όχι γιατί εμείς δεν αντέχουμε την διαφορετικότητά μας, αλλά οι άλλοι γύρω μας, που τρομάζουν και φοβούνται να μας προσεγγίσουν, να νιώσουν τι έχουμε μέσα μας. Ο Ψαλιδοχέρης έχει σάρκα, έχει αισθήματα και έχει και όνομα. Είναι ο Edward, που δεν ήθελε, αλλά για τον δικό μας κόσμο έμελλε να είναι παράξενος. Παρ’ όλα ταύτα όμως, μπόρεσε ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Και μπορεί όπως κάθε παραμύθι του Burton να μην έχουμε το κλασσικά ευτυχισμένο φινάλε όμως, ίσως τελικά να είσαι πιο ευτυχισμένος στη μοναξιά του σκοταδιού σου συντροφιά με όμορφες αναμνήσεις και δυσσάρεστες εμπειρίες, παρά με την άγνοια καλαχτάρα του να τα βιώσεις.

City Of Angels (1998): Υπάρχουν χιλιάδες αισθηματικές ταινίες με αταίριαστους έρωτες. Άλλους τους χωρίζει η κοινωνική τάξη, άλλους τ’ αντικρουόμενα συμφέροντα, άλλους η ασυμφωνία χαρακτήρων. Αυτή όμως η περίπτωση έχει κάτι ξεχωριστό. Εδώ οι ήρωες χωρίζονται από τον παράδεισο. Ο Seth είναι ένας άγγελος με μοναδική αποστολή να παρακολουθεί σιωπηλά τους ανθρώπους κι όταν έρθει η ώρα του θανάτου τους να τους συνοδεύει. Απ’ την άλλη η Maggie είναι μια γιατρός που βρίσκεται σε ψυχολογική σύγχιση. Αμέσως νιώθουν μια ονειρική έλξη όμως μπορούν να είναι μαζί μόνο αν ξεπεραστούν τα όρια, κάτι που απαιτεί μια μεγάλη θυσία από τον Seth. “Τι να τα κάνεις τα φτερά αν δε μπορείς να νιώσεις τον αέρα στο πρόσωπό σου”, ακούγεται στην ταινία σαν σύμβουλος. Τι κι αν είσαι άγγελος αν δε μπορείς να αισθανθείς, να ζήσεις. Παρακολουθούμε λοιπόν την αγωνία του Seth που θέλει να ζήσει, που μπορεί ν’ αγαπά και να ονειρεύεται να ζήσει τη ζωή του στο πλάι μιας γυναίκας με όποιο κόστος, ενώ παράλληλα η Maggie ψάχνει αυτό που θα οδηγήσει την ψυχή της στη λύτρωση. Μια ταινία με τρυφερή κι αέρινη προσέγγιση που το γλυκόπικρο φινάλε της μας αφήνει με μια παράξενη χαρμολύπη αφού, οι πρωταγωνιστές παίρνουν αυτό που ήθελαν όμως, πληρώνοντας ένα βαρύ και δύσκολο τίμημα.

Bicentennial Man (1999): Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Isaac Asimov, το “Bicentennial Man” δεν είναι μόνο μια απλή ιστορία επιστημονικής φαντασίας αλλά και η ιστορία μιας αταίριαστης αλλά δυνατής αγάπης ικανής να πάει κόντρα σε όλους και σε όλα. Ο Andrew είναι ένα ανδρείκελο, προγραμματισμένο να εκτελεί εντολές. Παράλληλα όμως αναπτύσσει δική του, ανεξάρτητη σκέψη, βούληση, κάτι που τον κάνει ν’ αναζητήσει την ελευθερία του, την δυνατότητα να γίνει άνθρωπος. Αφού μπορεί να έχει αισθήματα, θέλει και να μπορεί να τα μοιραστεί, να τα δείξει σε κάθε της έκταση, να πάψει να είναι μόνος, αλλά συντροφιά πραγματικά με κάποιον στο πλευρό του ακόμα κι αν το τίμημα είναι ακριβό. Μια επιθυμία που αυξάνεται όταν ερωτευτεί και μάλιστα με ανταπόκριση. Μια υπέροχη ιστορία που αποδεικνύει ότι ακόμα και η αθανασία δεν είναι τίποτα αν δεν έχεις κάποιον να την μοιραστείς. Γιατί είναι σημαντικό να ζεις την ζωή με τους πόνους και τα πάθη που σου προσφέρει, να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να δίνεις και να δίνεσαι. Γιατί η αγάπη είναι δικαίωμα όλων, ακόμα κι εκείνων που φαινομενικά δεν είναι σε θέση να την διεκδικήσουν. Γιατί η αγάπη υπάρχει, εκδηλώνεται και μπορεί να παλεύει για να εκφραστεί.

Twilight (2008): Η ταινία, βασιμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Stephenie Meyer, είναι ένα εφηβικό, γοτθικό και μεταμοντέρνο ποπ ρομάντζο, στολισμένο με μια δόση φαντασίας αφού, ο ένας εκ των δύο ερωτευμένων νέων είναι βρικόλακας. Απευθυνόμενη καθαρά σε γυναικείο και νεναικό κοινό, καταφέρνει να συγκινήσει και με ενδιαφέρον παρακολουθούμε τον αμνό που ερωτεύεται το λιοντάρι και παρά την επικινδυνότητα της κατάστασης, απολαμβάνουμε το να τους βλέπουμε να ερωτοτρωπούν. Τα συναισθήματα του ζευγαριού είναι πολύ λόγω του απαγορευμένου, λόγω του τολμηρού, λόγω του αφύσικου της κατάστασης που δεν αφήνει την σεξουαλικότητάς τους να εκφραστεί μέχρι τελικών ορίων. Αισθησιασμός και κι ερωτισμός είναι διάχυτα συναισθήματα στην ατμόσφαιρα χωρίς όμως να έχουμε ακραία ξεσπάσματά τους καθώς προσπαθούν να ισσοροπήσουν ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει μιας κατάστασης αντισυμβατικής που πρέπει να βρει και να στηριχτεί σε νέες συμβάσεις βάσει των απαιτήσεων. Οι ήρωες πλέκονται σε ένα παιχνίδι με τη φωτιά, όπου ο μεγαλύτερος κίνδυνος που έχουν να αντιμετωπίσουν, δεν είναι στην πραγματικότητα ο ένας τον άλλο, αλλά ο καθένας τον εαυτό του. Τα προσωπικά του πάθη κι επιλογές, που όμως, θέλοντας ή μη, καθορίζονται και από τα πάθη και τις επιλογές του άλλου.

Έρωτες Κόντρα Στο Κοινωνικό Κατεστημένο

Roman Holiday (1954): Η ταινία που μας σύστησε την Audrey Hepburn που τιμήθηκε μάλιστα από την Ακαδημία με το Oscar A’ Γυναικείου Ρόλου. Μια πριγκίπισσα που δραπετεύει από τις συνεχείς και κουραστικές της υποχρεώσεις κι αρχίζει να περιφέρεται στην όμορφη Ιταλική πόλη. Μέχρι που θα συναντήσει τον Αμερικανό δημοσιογράφο, στον ρόλο του οποίου είχαμε την χαρά αν δούμε τον γόη Gregory Peck, που θα την ξεναγήσει σε μια ρομαντική πόλη, αρχικά με σκοπό να της αποσπάσει μια συνέντευξη, στην πορεία με σκοπό να της αποσπάσει την καρδιά της. Ποικίλα κωμικά στοιχεία, το φρέσκο χαμόγελο της Hepborn και μία αθωώτητα που έχει χαθεί πλέον στις μέρες μας, η συγκεκριμένη ταινία προσφέρει ένα νοσταλγικό και ρομαντικό ταξίδι στο χθες. Στους έρωτες που απλά προέκυπταν, που δεν υπήρχε πολλή σκέψη και που οι ταξικές αντιθέσεις υπήρχαν απλά για να φουντώνουν το πάθος ανάμεσα στα ζευγάρια. Που τα οδηγούσαν να βρουν λύσεις και διεξόδους για να είναι μαζί και όχι για να καταπνίξουν τον πόνο του να είναι χώρια. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, καταφέρνει να έχει εξέχουσα θέση στις προτιμήσεις και στις καρδιές των θεατών αλλά και των κριτικών, πράγμα σχεδόν αδύνατον για οποιαδύποτε αισθηματική κομεντί. Να που τελικά συμβαίνουν και θαύματα.

Dirty Dancing (1987): Κάθε ερωτική ιστορία χρειάζεται ένα ζευγάρι που θα τοποθετηθεί στον πυρήνα της ώστε όλα τ’ άλλα να περιστραφούν γύρω της. Για να ισχυροποιήσουμε το συναισθηματικό τους δέσιμο, τους χαρακτηρίζουμε ως μέρη δύο διαφορετικών κόσμων χρησιμοποιώντας το πολυφορεμένο, αλλά πάντα αποτελεσματικό, μοτίβο πλούσια κόρη ερωτεύεται φτωχό πλην τίμιο και αισθηματικό μπατιρόπαιδο. Έτσι η Babe ζει τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής της ο οποίος συνδυάζει το πάθος της πρώτης αγάπης και την φρεσκάδα του καλοκαιρινού έρωτα. Μπορεί η ταινία να βασίζεται πάνω σε ένα κοινότυπο υπόβαθρο όμως, αξιοποιήθηκε με τέτοιον τρόπο, χρησιμοποιώντας επιπλέον ένα μουσικοχορευτικό φόντο αυξάνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το πάθος, ώστε σήμερα όχι μόνο να θεωρείται κλασσική αλλά και από τις πιο αγαπημένες του είδους αφήνοντας το δικό της στίγμα. Γιατί τελικά, το αφελές είναι σχετικό αφού, σε κάθε εποχή, αν το συνδυάσεις με τον προκλητικό χαρακτήρας μιας νεανικής επανάστασης, μπορεί να κάνεις την διαφορά. Και κάτι τέτοιο έκανε ο Ardolino, έγινε αναρχικός σε μια εποχή που η σεξουαλική ελευθερία των νέων ήταν όχι μόνο υπό περιορισμό αλλά και υπό αμφισβήτηση χαρίζοντάς μας έναν έρωτα που πήγε κόντρα σε όλα και βγήκε κερδισμένος.

The Bridges of Madison County (1995): Ο Clint Eastwood αποφασίζει να σκηνοθετήσει μια ρομαντική ταινία αφήνοντας πίσω του τον άλλο του εαυτό, της βίας, των πιστολάδων και των αλόγων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ρομαντικό δράμα και την ιστορία μιας γυναίκας, συζύγου και μητέρας που κατά την τετραήμερη απουσία της οικογένειάς της γνωρίζει έναν άντρα που την βγάζει από τον λήθαργό της. Μέσα σε αυτές τις τέσσερις μέρες ζει τον απόλυτο έρωτα, ξαναθυμάται πως είναι να αισθάνεσαι έτσι πηγαίνοντας κόντρα σε κάθε κοινωνικό κατεστημένο, κόντρα στο τι θα πει ο κόσμος ή τα παιδιά της. Θυσίασε την γυναικεία φύση της γι’ αυτά όμως, όταν το πάθος είναι τόσο μεγάλο μπορείς να το ελέγξεις, να το ξεπεράσεις λες και δεν συνέβει ποτέ; Παρά τα κλισέ, ίσως και κουραστικά σε κάποια σημεία χαρακτηριστικά της, είναι μια αξιόλογη ταινία με μοναδικούς πρωταγωνιστές σε εξίσου μοναδικές ανθρώπινες ερμηνείες. Ανθρώπινη και αληθινή, μιλάει απευθείας στην καρδιά σου αφού, σου παρουσιάζει μια ιστορία που δεν είναι απίθανη αλλά, μπορεί να συμβαίνει γύρω μας, να την ζει ο καθένας.

Titanic (1997): Η ταινία του Cameron που κατάφερε να κερδίσει τις καρδιές του κοινού αλλά και να εκθρονίσει το “Ben Hur”, δεν είναι μόνο μια παρουσίαση της ιστορίας του γνωστού ναυαγίου. Είναι ταυτόχρονα και η παρουσίαση μιας από τις πιο αγαπημένες ιστορίες αγάπης των τελευταίων χρόνων. Μπορεί να πρόκειται για άλλο ένα ρομαντικό μελόδραμα όμως όπως και να το κάνουμε, είναι από εκείνα που εύκολα μας συγκινούν και μας κάνουν να αισθανόμαστε οικείο, τόσο ως προς την ιστορία, όσο και ως προς τους πρωταγωνιστές. Γιατί, πώς να νιώσεις την απόλυτη θλίψη για τις χαμένες ψυχές αν δεν γνωρίσεις και δεν δεθείς με κάποιες απόν αυτές και το δράμα τους. Μια ερωτική ιστορία που εκτός των άλλων, μας βοήθησε να εισχωρήσουμε και να καταλάβουμε τις τότε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και τα εμπόδια που έθεταν ανάμεσα στους δύο νέους. Ένας έρωτας καταδικασμένος να καταλήξει στον βυθό της θάλασσας αλλά και να περάσει σε μια άλλη διάσταση, δικαιωμένος, ελεύθερος κι αιώνιος. Μια κλισέ και δακρύβρεχτη ιστορία αγάπης που όμως, είχε κοινωνικές επεκτάσεις, ένα μήνυμα αισιοδοξίας για την ζωή που δεν τελειώνει όταν συναντάει τα δύσκολα και όλα αυτά, πλαισιωμένα από την τραγικότητα του θανάτου τόσων αθώων ανθρώπων, ανθρώπων που θυσιάστηκαν από την μεγαλομανεία κάποιων άλλων.

Παραμμυθένιοι Έρωτες

Pretty Woman (1990): Το Hollywood παίρνει για πολλοστή φορά την γνωστή ιστορία του Πυγμαλίωνα και την μετατρέπει σε μια αισθηματική, ρομαντική ιστορία. Ο Πυγμαλίων είναι πλούσιος και γνωστός επιχειρηματίας ενώ, η Γαλάτεια αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο μιας φτωχής, πλην τίμιας και καλόκαρδης πόρνης. Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο, ο Πυγμαλίων ξεκινάει την ανάπλαση της Γαλάτειας του με την προοπτική να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του αλλά, κάπου εκεί μπαίνει και το άρλεκιν στοιχείο, την ερωτεύεται σφόδρα όπως και αυτή εκείνον. Ακριβά ξενοδοχεία, πολυτελή αυτοκίνητα, φιρμάτα ρούχα και κοσμήματα και όλα αυτά, τοποθετημένα στον ιλουστρασιόν κόσμο των επιχειρήσεων όπου τα πάντα σχετίζονται με το φαίνεσθε. Μπορεί να μην έχει να αναπτύξει κάποια περίπλοκη και πολυδιάστατη σεναριακή δομή όμως, διαχειρίζεται άψογα το σχεδιαστικό κομμάτι, πασπαλίζοντας με αρκετές δόσεις χρυσόσκονης τα σημεία εκείνα τα οποία έχουν κενά. Μπορεί η ιστορία να είναι τόσο κλισέ, τόσο πολυφορεμένη, μπορεί όλοι μας να ξέρουμε πως το παραμύθι θα τελειώσει με το βασιλόπουλο να ζητάει το χέρι της πριγκίπισας και οι τίτλοι τέλους να πέφτουν με το ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα όμως, είναι μια ταινία, που ακόμα και 20 σχεδόν χρόνια μετά, παρακολουθείται ευχάριστα. Κακά τα ψέματα, όλοι μας ζητάμε λίγο παραμύθι από την ζωή μας και όταν αυτό μας προσφέρεται, δεν λέμε όχι.

Ever After: A Cinderella Story (1998): Ποιος δεν ξέρει το κλασσικό παραμμύθι της Σταχτοπούτας; Πόσες γεννιές άραγε έχουν μεγαλώσει ακούγωντας την ιστορία της και πόσες ακόμα θα το κάνουν; Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερο κινηματογραφικό παραμμύθι από αυτό που έχει εμπνευστεί από ένα παραδοσιακό και πασίγνωστο λεκτικό. Η Barrymore είναι η πρωταγωνίστρια της κλασσικής αυτής ιστορίας η οποία όμως έχει εξ’ αρχής μια πιο χαρούμενη και φιλόδοξη νότα από το παραμμύθι των γιαγιάδων μας. Η Σταχτοπούτα γνωρίζει από νωρίς τον πρίγκιπά της, ερωτεύονται κεραυνοβόλα και θέλουν να ζήσουν μαζί. Οι συνθήκες φυσικά δεν θα μπορούσαν να τους το επιτρέψουν εξ’ αρχής αφού, έρωτες τέτοιου είδους χρειάζονται μια ισχυρή δόση χρυσόσκονης, ή αστερόσκονης όπως την αποκαλούν στα παραμμύθια, για να λάμψει και να πορευτεί. Από την πρώτη στιγμή γνωρίζουμε ποια θα είναι η κατάληξη της ιστορίας αφού ο πρίγκιπας καβάλα στο άσπρο άλογο οδηγεί το φτωχοκόριτσο στο παλάτι του και σε μια νέα ονειρεμένη ζωή όμως και πάλι, χαμόγελα σχιματίζονται στο πρόσωπό μας.

Notting Hill (1999): Ένα κλασσικό σενάριο με δύο κλασσικούς τύπους πρωταγωνιστών στον κόσμο των ρομαντικών κομεντί. Εκείνος φτωχός πλην τίμιος βιοπαλαιστής βιβλιοπώλης κι εκείνη μια απ’ τις πιο διάσημες γυναίκες του πλανήτη καθότι ηθοποιός. Το παραμμύθι του έρωτά τους ξεκινά, στην πορεία φουντώνει και παρά που γνωρίζουμε εξ’ αρχής το που θα καταλήξει δεν ενοχλούμαστε και παρακολουθούμε με ενδιαφέρον. Φυσικά, καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν προβλήματα που προκύπτουν, τόσο από την δημοσιότητα της κυρίας όσο και από το στενό τους κύκλο όμως αυτό, είναι ένα απολαυστικό μέσο ώστε να ξεφύγεις από το φτηνιάρικο μελό οπότε πάλι δεν ενοχλείσαι. Ένα καλοφτιαγμένο παραμύθι για όλους εκείνους που πιστεύουν ότι μπορούν να γίνουν αληθινά. Το κωμικό και το δραματικό στοιχείο βρίσκονται σε μια αρκετά καλή ισσοροπία ενώ, δεν μπορείς να μην απολαύσεις το πρωταγωνιστικό δίδυμο που πέραν από το γεγονός ότι είναι λαμπερό, δένει πολύ όμορφα μεταξύ του κάνοντάς μας να ταυτιστούμε εύκολα μαζί του.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Posted on Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

36 comments

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2009

Έρωτας. Ότι πιο απλό και φυσικό υπάρχει στην γη αυτή. Όσο εύκολα όμως μπορεί να σε ανεβάσει στα ουράνια, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να σε καταδικάσει να ζήσεις στα τάρταρα. Μπορεί να δημιουργήσει αλλά και να επουλώσει πληγές. Να είναι περιστασιακός ή αιώνιος. Όπως και να ‘χει, ο έρωτας έχει αποτελέσει άπειρες φορές εφαλτήριο για κινηματογραφικές παραγωγές. Άλλες από αυτές πέρασαν και δεν μας άγγιξαν. Άλλες όμως κατάφεραν μέσα στον χρόνο, όχι μόνο να συγκινήσουν αλλά, να μείνουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό και στην καρδιά μας εξαιτίας των εικόνων που μας μετέφεραν, των χαρακτήρων με τους οποίους ταυτιστήκαμε, των συναισθημάτων που βιώσαμε.

Παθιασμένοι Έρωτες

Gone With The Wind (1939): Βασισμένη στο ομώνυμο μυθοστόρημα της Margaret Mitchell, το “Όσα Παίρνει Ο Άνεμος” είναι ίσως το πρώτο παθιασμένο ρομάντζο εποχής. Σε μια εποχή όπου ο αμερικάνικος εμφύλιος έχει ξεσπάσει, η κακομαθημένη Scarlett O’ Hara, κάτοικος του Νότου, παντρεύεται εξαναγκαστικά έναν πανούργο άντρα ενώ είναι ερωτευμένη με έναν άλλον. Οι συγκρούσεις και οι κόντρες μεταξύ του ζευγαριού με φόντο μια Αμερική σε έκρυθμη κατάσταση, αποτελούν μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του κλασσικού, και όχι μόνο, κινηματογράφου. Μια σχέση μίσους. Ένα μίσος τόσο παθιασμένο που δεν αργεί να εξελιχθεί σε έναν θυελλώδη έρωτα που ουσιαστικά, δεν μάθαμε ποτέ που κατέληξε εξαιτίας του αμφίροπου τέλους της. Ο Butler προσπαθώντας να ρίξει το κάστρο της σκληρής O ‘Hara, δεν μένει για να περάσει τις πύλες του όταν αυτό υποχωρεί. Όμως όπως λέει και η Scarlett, “αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα” κι ας μην καίγεται καρφί του κυρίου. Η διαχρονικότητα της ιστορίας αυτής αποδεικνύει πως τα μεγάλα πάθη φέρνουν μεγάλες κόντρες κι εντάσεις και παρά την κουραστική διάρκεια της ταινίας, ο παθιασμένος αυτός έρωτας θεωρείται αξιομνημόνευτος, επικαλυμμένος πάντα από το επικό και πομπώδες υπόβαθρό του.

Legends Of The Fall (1994): Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος έχει μόλις ξεσπάσει, γεγονός που προσδίδει στην ιστορία αυτή μια επική διάσταση. Τρία αδέρφια από την Μοντάνα των Ηνωμένων Πολιτειών ερωτεύονται την ίδια γυναίκα ενώ παράλληλα αποφασίζουν να καταταγούν στον στρατό κόντρα στην επιθυμία του πατέρα τους. Η Susannah γίνεται η πέτρα του σκανδάλου για μια φαινομενικά δεμένη οικογένεια, σε μια συντηρητική κοινωνία του περασμένου αιώνα. Εκείνη ζει με τον κρυφό της πόθο για τον μικρότερο γιο της οικογένεια, Tristan. Με τον ίδιο πόθο ζει κι εκείνος μόνο που δεν είναι σε θέση να υποταχτεί στους συντηριτικούς και συγκαταβατικούς κανόνες της κοινωνίας που τον περιβάλλει, ζώντας μια ζωή παράλληλου περιεχομένου κι επιπέδου. Μια όμορφη ιστορία αγάπης, γεμάτη πάθος, δυναμισμό κι ένταση, με ένα πανέμορφο φωτογραφικό, άγριο φόντο και με μοναδικές ερμηνείες που σχεδόν κατάφεραν να αγγίξουν το τέλειο, δίνοντας υπόσταση στην νουβέλα του Jim Harrison αποτυπώνοντάς την με τον ωραιότερο δυνατό τρόπο στο κινηματογραικό πανί. Το συναίσθημα περιβάλλεται από την δραματικότητα της ιστορίας αλλά και από μια μελαγχολική νότα γεννημένη από τα πάθη και τις απώλειες.

Great Expectations (1998): Οι “Μεγάλες Προσδοκίες” αποτελούν μια ελεύθερη διασκευή του ομότιτλου κλασσικού μυθιστορήματος του Charles Dickens, μεταφέροντας την κλασσική ιστορία από την Βικτωριανή Αγγλία στην σύγχρονη Νέα Υόρκη. Κεντρικός άξονας της ιστορίας, ο έρωτας και ο πόθος που γεννιέται μέσα από την ανεκπλήρωτη φύση του. Δύο άνθρωποι σημαδεμένοι από αυτό. Ο ένας πληγωμένος, στοιχειωμένος από φαντάσματα του παρελθόντως και ο άλλος, μεγαλωμένος μέσα στην εμμονή που αυτό του γέννησε. Δύο δυνάμεις που συγκρούονται χρησιμοποιώντας ένα κοινό αντικείμενο, ένα κοινό μέσο. Η ταινία αποτελεί μια προσπάθεια να εξυμνηστεί το πάθος αλλά και η δύναμη και η επιρροή που ασκεί πάνω στους ανθρώπους, ικανή να στιγματίσει ζωές και να καθορίσει το μέλλον τους. Ο Cuaron επηρεασμένος από την λατινογενή καταγωγή του, δημιουργεί μια ταινία που δεν σταματάει στιγμή να αποπνέει αισθησιασμό και σεξουαλικό ρομαντισμό. Η ματαιοδοξία και ο εγωκεντρισμός υποσκελίζονται για να δώσουν εξέχουσα θέση στο πάθος και στην δύναμη που προσφέρει ο έρωτας. Ένα έντονο συναισθηματικό δράμα που αποδεικνύει πως ο έρωτας έχει την ικανότητα να σημαδεύει τις ζωές αλλά και τις ψυχές μας. Είναι ένα δυνατό όπλ στα χέρια των ανθρώπων που σημαδεύει με τον καλύτερο και τον χειρότερο ταυτόχρονα τρόπο τις ζωές των πρωταγωνιστών που ο ένας, φαντάζει πιόνι στα χέρια του άλλου.

Jeux D’ Enfants (2003): Όλα ξεκίνησαν από ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες κι όρια, από δυο παιδιά αντίθετα να υποταχτούν στους ηθικοπλαστικούς κανόνες της κοινωνίας που ζουν. Μια απλή ερώτηση αποτελεί την έναρξη αλλά και το φινάλε της ταινίας. “Τολμάς ή όχι;”! Όλα επιτρέπονται αφού το λογικό και το παράλογο δεν έχουν υπόσταση. Ο Julien και η Sophie έχουν πλάσσει έναν δικό τους φανταστικό κόσμο, γεμάτο έντονα χρώματα και φρενήρης ρυθμούς όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω τους. Αρνούνται όμως να δεχτούν το πιο απλό θέλω, εκείνο της καρδιάς. Το παιχνίδι τελειώνει μόνο όταν ένας από τους δύο υποχωρήσει. Και όμως, ενώ συνεχώς συναντάνε διεξόδους, κανένας από τους δύο δεν αντέχει να ρίξει τον εγωισμό του τόσο χαμηλά ώστε να φτάσουν στην τερματική γραμμή, αλώβητοι και κερδισμένοι. Προτιμούν να οδηγηθούν σ’ ένα φινάλε πέρα από κάθε φαντασία και λογική. Η δικαιολογία των πράξεών τους βρίσκεται μέσα στο μυαλό τους. Έτσι θα εξαγνιστούν, έτσι θα βρουν την λύτρωση που απεγνωσμένα ζητάνε. Βάσει της δικιάς τους λογικής δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή μιας ελεύθερης αιωνιότητας, όπου πλέον μπορούν και ν’ ακολουθήσουν το παιχνίδι τους, αλλά και να βρίσκονται μαζί, ελεύθεροι από τα δεσμά που βύθισαν το παραμύθι τους στην κόλαση. Το κωμικό στοιχείο συναντάει το τραγικό και αγκαλιασμένα χορεύουν ένα ατελείωτο βαλς εναλλασσόμενων συναισθημάτων, σε έναν έρωτα που ξεπερνά την λογική.

Match Point (2005): Ένας νεαρός δάσκαλος του τένις, πιάνει φιλίες με κάποιον μαθητή του, ο οποίος ανήκει σε μια πλούσια οικογένεια όπου και θα μπλέξει σε ερωτική σχέση με δύο γυναίκες. Η μία είναι η αδερφή του φίλου του, την οποία παντρεύεται, ενώ η άλλη είναι η αρραβωνιαστικιά του φίλου του. Όπως όμως σε όλα τα παιχνίδια, πρέπει να υπάρξει μόνο ένας νικητής. Αρχικά διαβάζοντας κανείς την πλοκή θα σκεφτεί πως πρόκειται για άλλη μια ιστορία ερωτικού τριγώνου, δίχως πρωτοτυπία, δίχως τίποτα το καινούργιο να μπορεί να προσφέρει. Και όμως, δεν είναι τυποποιημένη, δεν είναι συνηθισμένη, ακόμα και ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Match point στο τένις είναι εκείνο το σημείο όπου χρειάζεσαι έναν πόντο για να κερδίσεις και όπως σε κάθε αγώνα, θα υπάρχει μόνο ένας νικητής και έναν ηττημένος. Ακόμα και αν νομίζεις πως μπορείς να ελέγξεις τη ζωή σου κάνεις λάθος, καθώς η τύχη είναι εκείνο το στοιχείο που παίζει καθοριστικό παράγοντα στο αν η μπάλα θα περάσει ή όχι τον φιλέ. Το δυνατό χαρτί της ταινίας είναι το σενάριο κι εκεί ακριβώς εστιάζει ο Allen, φιλοσοφώντας βαθιά μέσα από κάθε σκηνή, κάθε διάλογο, τη δύναμη της μοίρας και της τύχης στην ζωή μας και κατά πόσο αυτές την επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά. Ωστόσο, ξέρει πως σε παιχνίδια διλημμάτων ο καλύτερος τρόπος να παίξεις με την κάμερα και με τους πρωταγωνιστές σου είναι να εστιάζεις στα πρόσωπα και στις αντιδράσεις τους. Μια μοναδική δραματική ταινία γεμάτη ερωτισμό κι ένταση κι ένα ανέλπιστα εντυπωσιακό φινάλε.

Καταδικασμένοι έρωτες

Love Story (1970): Ίσως ο πλέον δημοφιλής καταδικασμένος έρωτας στα κινηματογραφικά χρονικά. Ένα συναισθηματικό δράμα χαρακτήρων, βασισμένο στην νουβέλα της Erich Segal. Ο Oliver, γιος πλούσιας οικογένειας και η έξυπνη Jennifer, κόρη ενός φτωχού αρτοποιού. Παρακολουθούμε λοιπόν τον αγώνα αυτών των δύο τόσο διαφορετικών και παράλληλα, τόσο ερωτευμένων νέων. Έναν αγώνα για την κοινή τους ζωή, για να επιτύχουν τους στόχους τους και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Και το πετυχαίνουν για να έρθει η μοίρα να δώσει το πιο σκληρό της χτύπημα. Η Jennifer πάσχει από μία ανίατη ασθένεια και ξαφνικά όλους τους ο κόσμος γκρεμίζεται. Εστιάζοντας στις καλές και στις κακές στιγμές του ζευγαριού, η ταινία δεν έχει καμία πρόθεση να ξεφύγει από τον ορισμό του μελοδράματος όμως αυτό, όσο δακρύβρεχτο κι αν είναι δεν καταντάει ούτε κουραστικό ούτε γελοίο. Παρά τις δυσκολίες, παρά που η ζωή έχει καταδικάσει τον έρωτά τους εκείνοι είναι εκεί, δυνατοί να το παλεύουν. Κρατώντας την σημαντικότερη ατάκα της τανίας, “love means never having to say you`re sorry”, απομένουμε να θυμόμαστε μια τραγική ιστορία αγάπης και στα αυτιά μας να ηχεί η μοναδική της μελωδία που καταφέρνει να σπάσει ότι έχει μείνει άθικτο και ασυγκίνητο μέσα μας.

The English Patient (1996): Η ταινία σταθμός στην καριέρα του Anthony Minghella, βασισμένη στην νουβέλα του Michael Ondaatje, είναι η συγκινητική μεν εξιστόριση μιας δραματικής ερωτικής σχέσης όμως, ταυτόχρονα είναι κάπως υπερεκτιμημένη. Για μια ακόμη φορά, ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος ως φόντο μιας παράνομης σχέσης που ζητά απεγνωσμένα κατανόηση, που έχει την ανάγκη να εκφραστεί. Η Hana, νοσοκόμα κι ακροάτρια αυτής της ιστορίας γεμάτης από αγάπη και φαντάσματα του παρελθόντος, που μερικές φορές δεν ξέρεις αν είναι την φαντασίας του ασθενή ή βασισμένη σε προσωπικά του βιώματα. Μπορεί να πονάνε οι πληγές από τα εγκαύματά του όμως, οι πληγές της ψυχής του πονάνε ακόμη περισσότερο καθώς, εκείνες έχουν αφήσει πιο βαθιά χαραγμένα κι ανεξήτηλα τα σημάδια τους. Τον συντροφεύουν και τον βασανίζουν στο νεκρικό του κρεββάτι χωρίς να μπορεί αλλά και χωρίς να παλεύει για να τους ξεφύγει αφού, τα φαντάσματα και οι ενοχές είναι τα μόνα που του θυμίζουν ότι υπήρξε ένας άνθρωπος που αγάπησε κι αγαπήθηκε.

Message In A Bottle (1999): Η Theresa κάνοντας βόλτα σε μια παραλία ανακαλύπτει ένα μπουκάλι στο οποίο περιέχεται ένα έντονα φορτισμένο συναισθηματικά γράμμα. Χωρίς να τον ξέρει, έχει ερωτευτεί τον αποστολέα τον οποίο απεγνωσμένα ψάχνει να βρει. Και τον εντοπίζει στο πρόσωπο ενός ναυπηγού ονόματι Garret. Μετά την γνωριμία των δύο ακολουθεί ένας μεγάλος έρωτας που γεννιέται ανάμεσά τους, απλά, φυσικά, αβίαστα. Τι συμβαίνει όμως όταν ένας από τους δύο σε μια σχέση που μόλις πάει να ανθίσει, είναι κυνηγημένος από φαντάσματα του παρελθόντος; Μερικές πληγές δεν κλείνουν εύκολα ακόμα κι αν θα ήθελες να τις κλείσεις και να συνεχίσεις. Εκείνη προσπαθεί να του ξαναδώσει ζωή. Εκείνος προσπαθεί να την αρπάξει μα κάθε φορά κάτι τον γυρίζει πίσω. Μια χαμένη αγάπη οδηγεί μια νέα στον δικό της, προσωπικό και άδοξο χαμό. Ο Garret χάνεται, εκεί που είναι το μοναδικό μέρος όπου θα μπορούσαν να χαθούν οι έννοιες και οι φόβοι του. Ο πόνος και η θλίψη του παρελθόντος. Μερικές φορές δεν μπορείς να το αποφύγεις, δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Η λύτρωση είναι σχετική και μερικές φορές έρχεται μόνο με το να παραδοθείς, έστω και άθελά σου.

The End Of The Affair (1999): Η ταινία βασίζεται σε νουβέλα του Graham Greene και μας αφηγείται τον παράνομο δεσμό ανάμεσα σε μια γυναίκα και σε έναν φίλο του άντρα της εν μέσω του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Η Sarah ζει ένα απελπισμένο, δυνατό κι απόλυτο έρωτα με τον Maurice στον οποίο βρίσκει χωρίς καν να τα ζητήσει, όλα εκείνα που ο ψυχρός διπλωμάτης σύζυγός της δεν της προσφέρει. Μια ιστορία αγάπης γεμάτη έντονα συναισθήματα, βασανιστική και καταδικασμένη πριν καν ξεκινήσει. Το σκληρό φόντο του πολέμου προσδίδει μια ακόμη πιο δραματική χροιά σε μια ήδη βεβαρυμένη ατμόσφαιρα. Η ταινία ακολουθεί αυτόν τον μοιραίο έρωτα σε όλη του την διάσταση κι έκταση, σε μια διαδρομή που ξεκινάει για να οδηγηθεί σε ένα σπαρακτικό φινάλε που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, όσο σκληρός κι απόλυτος κι αν είναι. Τι κι αν ξέρεις ότι κάποια πράγματα θα καταλήξουν διαφορετικά από αυτό που θα ήθελες; Ειδικά όταν μιλάμε για τον έρωτα δεν μπορείς να αρνηθείς την μοίρα και το πεπρωμένο σου, ακόμα κι αν αυτό σε οδηγήσει στο θανατηφόρο φινάλε μια πικρής ιστορίας που πέθανε πριν καν προλάβει να ανθίσει.

Sweet November (2001): To remake της ομώνυμης ταινίας του 1968, προσπαθεί να μας πείσει ότι τριάντα ημέρες είναι αρκετές για ν’ αλλάξεις στάση και τρόπο ζωής. Και τι πιο όμορφο απ’ το να σε βοηθήσει ένας άλλος άνθρωπος σ’ αυτό. Ποιος από ‘μας άλλωστε δεν γνώρισε κάποιον άνθρωπο τόσο αναπάντεχα, που ταυτόχρονα όμως ν’ άλλαξε αν όχι ολόκληρη, ένα μέρος της ζωής του; Μπορεί το σενάριο να έχει κάποια κλισέ όπως έχουν όλες οι ερωτικές ιστορίες, αλλά ποιος νοιάζεται όταν όλο αυτό αποδίδεται μ’ έναν τόσο όμορφο κι όπως λέει κι ο τίτλος της ταινίας μ’ έναν τόσο γλυκό τρόπο. Άλλωστε η κατάληξη είναι τόσο τραγική που τα παραπάνω δεν σε αποσχολούν στο τέλος αφού νιώθεις μόνο θλίψη και κατανόηση. Η προσέγγιση της ταινίας είναι συναισθηματική σε βάθος και κυρίως ανθρώπινη, παρά που οι ήρωες φαντάζουν άνθρωποι που θα μπορούσε ο καθένας μας να ερωτευτεί. Για όλους υπάρχει ο άνθρωπος που μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή. Μπορεί απλά να μην τον έχουμε βρει ή να μην του έχουμε δώσει τα περιθώρια να το κάνει. Ο Nelson όμως άφησε στην αντισυμαβτική Sara αυτό το περιθώριο. Την άφησε να τον παρασύρει την χίπικη ζωή της, αποτραβώντας τον από τον συντηρητικό κόσμο στον οποίο άνηκε. Όμως κι εκείνη παρασύρθηκε από εκείνον σε μια καταδικασμένη ερωτική ιστορία με τραγικό τέλος που δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Posted on Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

24 comments

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2009

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
Στα 1900 οι ευπρεπείς γυναίκες δεν κυκλοφορούσαν στους επικίνδυνους δρόμους του ανατολικού Λονδίνου.
Aλλά η Ίντια Tζόουνς ήταν ξεροκέφαλη: είχε σπουδάσει ιατρική και ήταν αποφασισμένη να προσφέρει τις υπηρεσίες της εκεί που τη χρειάζονταν περισσότερο.
Σ’ αυτούς τους άθλιους δρόμους η Ίντια γνωρίζει –και του σώζει τη ζωή– τον πιο διαβόητο γκάνγκστερ του Λονδίνου.
O Mαλόουν, σκληρός, βίαιος, ακαταμάχητα ελκυστικός, είναι το αντίθετο του συγκρατημένου αριστοκράτη αρραβωνιαστικού της.
H Ίντια, παρά τη θέλησή της, συνδέεται ολοένα περισσότερο μαζί του, παρασυρμένη από τη γοητεία του αλλά και γεμάτη ερωτηματικά για το κρυφό παρελθόν του.

Προσωπική άποψη:
Έχοντας διαβάσει “Το Τριανταφυλλάκι” κι έχοντας ενθουσιαστεί από την μαγική και όμορφη ιστορία του, δεν περίμενα ότι η συνέχεια της τριλογίας θα μπορούσε να μου προκαλέσει ακόμα πιο έντονα συναισθήματα. Και όμως, το “Τριαντάφυλλο Του Χειμώνα” ήρθε ακόμα πιο δυνατό, ακόμα πιο έντονο, ακόμα πιο όμορφο, να με μαγέψει, να με καθηλώσει και να μου αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι ακόμα και στις μέρες μας, υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η πένα έχει την υπέροχη ικανότητα να σε ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο, να σε παρασύρει και να σε γεμίζει με τέτοια συναισθήματα, που μόνο η κλασσική λογοτεχνία μπορεί.

Η Donnelly για μια ακόμη φορά μεταφέρει την ιστορία της σε μια άλλη, μακρινή, ίσως και ξεχασμένη εποχή. Συνεχίζει την ιστορία των ηρώων που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο με μοναδική διαφορά ότι πλέον, έχει αλλάξει το βάρος. Αυτή τη φορά δεν πέφτει τόσο έντονα στις πλάτες της Φιόνα και του Τζο αλλά, στις πλάτες του Μαλόουν και της Ίντια, της γυναίκας που θα εισβάλλει στην ζωή του και που ο ένας για τον άλλο, θα φέρει με απρόσμενο τρόπο τα πάνω-κάτω. Το νήμα της ιστορίας ξετυλίγεται για άλλη φορά στο Λονδίνο. Σε ένα Λονδίνο όπου η εγκληματικότητα έχει πάρει μαφιόζικες διαστάσεις και που η δήθεν πολιτικές αρχές ζουν με σκοπό να την εξαλείψουν.

Η ιστορία ξεκινάει στα 1900 για να ακολουθήσει μια πορεία οχτώ χρόνων. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα παρακολουθούμε την εξέλιξη και τις αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Ήταν η εποχή όπου το εργατικό κίνημα κατάφερε να εισβάλλει στο κοινοβούλειο διεκδικώντας καλύτερη ποιότητα ζωής. Ήταν η εποχή που οι γυναίκες είχαν σηκώσει το ανάστημά τους απαιτώντας το φυσικό δικαίωμα της ψήφου, της συμμετοχής στα κοινά και στους αγώνες. Παράλληλα όμως, υπήρχε και η προσπάθεια του αντίπαλου στρατοπέδου να καταπνίξει αυτές τις προσπάθειες, αυτές τις επιθυμίες. Τα συμφέροντά τους κινδύνευαν κι έπρεπε να τα προστατέψουν πουλώντας ακόμα και την ψυχή της, διατυμπανίζοντας ψεύτικες υποσχέσεις.

Ένα ακόμα σημαντικό σκέλος που αναπτύσσεται είναι η εξέλιξη και οι ανακαλύψεις στην ιατρική. Με ενδιαφέροντα τρόπο ανακαλύπτουμε πως οι γυναίκες κατάφεραν να εισχωρήσουν στον κόσμο της ιατρικής, έναν μέχρι τότε ανδροκρατούμενο κλάδο αλλά, και πως αυξήθηκαν οι ανάγκες, οι απαιτήσεις αλλά και οι ιατρικές παροχές εκείνων των χρόνων. Πόσο υπολογιζόταν και πόσο κοστολογούταν η ζωή και η ασφάλεια της αριστορκρατίας σε σύγκριση με τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Μέσα σε αυτό τον ιατρικό κόσμο της ανισότητας η Ίντια έχει πάθος και όνειρα. Ζει με την ελπίδα να αλλάξει τον κόσμο γιατί για εκείνη, κάθ ανθρώπινη ζωή αξίζει, κάθε ανθρώπινη ζωή είναι σημαντική και πρέπει να προφυλάσσεται και να μην υποφέρει.

Ένα ακόμα κεφάλαιο το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι η προσπάθεια των ανθρώπων για νέες ανακαλύψεις. Η διάθεση να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Μέρος αυτού ο Σέιμι, που ταξιδεύει με σκοπό να ανακαλύψει νέα μέρη, να κατακτήσει απάτητες κορφές, να κερδίσει εμπειρίες. Και ανάμεσα στις ανακαλύψεις και την λαχτάρα που του προκαλούν, να ερωτευτεί και να διεκδικήσει την καρδιά Γουίλα σε μια ανολοκλήρωτη ιστορία. Επιπλέον παρακολουθούμε την αποικιοκρατία των Άγγλων στα αφρικανικά εδάφη, την ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς, την αντιμετώπιση τόσο την δικιά του όσο κι ενός κόσμου άγνωστου, επικίνδυνου και γοητευτικού που πλήττεται από την εισβολή τους που έχει καθαρά και μόνο διάθεση εκμετάλλευσης.

Αλλά ο έρωτας... Ο έρωτας είναι παντού παρόν. Είναι η κινητήρια δύναμη των ηρώων. Τους δίνει κουράγιο και θάρρος να προχωρήσουν στην ζωή και να συνεχίσουν παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες. Καταδικάζονται να ζήσουν με φαντάσματα ενός κυνηγημένου παρελθόντος. Δεν περιμένουν την λύτρωση γιατί δεν πιστεύουν ότι θα έρθει. Και όμως, εκεί που καρτιερικά προσμονούν το τέλος, η ζωή γυρίζει και αποδεικνύει πως θα σου δώσει ότι σου χρωστάει, ότι σου έχει αποσπάσει βίαια και οφείλει να στο δώσει πίσω. Δεν είναι μόνο η μοναδική και δυνατή σχέση ανάμεσα στον Σιντ και την Ίντια, έστω κι αν αυτή έχει την μεγαλύτερή μας προσοχή αλλά, και όλων των υπόλοιπων που τους περικυκλώνουν.

Η συγγραφέας επιλέγει να ακολουθήσει την ίδια πορεία. Να παντρέψει την πραγματική ιστορία με την δικιά της φανταστική, μια ιστορία που θα μπορούσε όμως να υφίσταται. Γιατί, πόσο φαναστικό μπορεί να είναι κάτι όταν είναι βγαλμένο από την ζωή; Το βιβλίο της Donnelly είναι τόσο μοναδικό όσο και ένα τριαντάφυλλο μέσα στον χειμώνα. Ευαίσθητο αλλά ταυτόχρονα δυνατό, έτοιμο να παλέψει και ν’ αντέξει κάθε δυσκολία. Όχι μόνο αγαπάμε την Ίντια και τον Σιντ, συμπάσχουμε μαζί τους βιώνοντας την δραματική αγάπη τους που στο τέλος δικαιώνεται αλλά, παρακολουθούμε και τις εξελίξεις, δραματικές ή μη, στις ζωές όσων αγαπήσαμε από το πρώτο βιβλίο. Το μόνο πια που μπορώ να περιμένω είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας, να έρθει και να με ταξιδέψει, να με συγκινήσει όπως αυτό.
Βαθμολογία 10/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Jennifer Donnelly
Μεταφραστής: Σπανδώνης Γιάννης
Εκδόσεις: Ωκεανίδα
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2007
Αρ. σελίδων: 928
ISBN: 978-960-410-492-5

Posted on Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

8 comments

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2009

Συνοπτική περίληψη του έργου:
19 Αυγούστου 1973
και πέντε φίλοι οδεύουν προς μια συναυλία στο Ντάλας διασχίζοντας την πολιτεία του Τέξας.
Ξαφνικά βρίσκουν μια κοπέλα να περπατάει στη μέση του δρόμου εξαντλημένη και αποφασίζουν να την βοηθήσουν πηγαίνοντάς την σε κάποιο νοσοκομείο.
Στη διαδρομή όμως η κοπέλα βγάζει ένα πιστόλι και τινάζει τα μυαλά της στον αέρα.
Όλοι οι νεαροί επιβαίνοντες σοκάρονται ενώ τους πιάνει πανικός καθώς βρίσκονται με ένα πτώμα και δύο κιλά μαριχουάνα.
Η τελική απόφασή τους να αναζητήσουν κάποιον σερίφη της περιοχής τους φέρνει αντιμέτωπους με τον μανιακό Leatherface.

Προσωπική άποψη:
Όταν ο Michael Bay ανακοίνωσε πως σκοπεύει να γίνει παραγωγός του remake του αριστουργήματος του Hooper που το 1974 προκάλεσε μεγάλο κύκλο συζητήσεων και κατάφερε να αναδειχτεί έχοντας χρησιμοποιήσει ένα πενιχρό budget, πολλοί ήταν εκείνοι που ενθουσιάστηκαν με την προοπτική αλλά, πολλοί περισσότεροι ήταν εκείνοι που εναντιώθηκαν εξαγριωμένοι απέναντι στην ιδέα αυτή. Τελικά η ταινία γυρίστηκε και μπορεί να μην ήταν ισάξια του πρωτότυπου στο οποίο και βασίστηκε αλλά, ήταν μια εντυπωσιακά καλή προσπάθεια.

Αν κάτι τρόμαζε πολλούς, περισσότερο κι απ’ την ιδέα ενός σχιζοφρενή με πριόνι στην μεγάλη οθόνη, ήταν ότι τα σκηνοθετικά ηνία πέρασαν στα χέρια του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Marcus Nispel. Προς μεγάλη μας όμως έκπληξη διέψευσε κάθε αρνητική σκέψη που είχαμε κάνει γύρω από το έργο του εκ του αποτελέσματος. Δείχνοντας μεγάλο σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό που είχε στην διάθεσή του και θέλοντας καθαρά να δημιουργήσει ένα remake και όχι να δώσει νέα διάσταση στην ιστορία, ο Nispel ακολούθησε νευρώδη και σφιχτοδεμένα σκηνοθετικά μονοπάτια που τον οδήγησαν σε καλό δρόμο.

Ο Nispel προσπαθεί από τα πρώτα λεπτά να καθηλώσει τον θεατή αλλά και να του ξεκαθαρίσει τις διαθέσεις του, δίνοντάς του μια σαφή εικόνα για το τι θ’ ακολουθήσει. Η εναρκτήρια σκηνή ακολουθεί ντοκιμενταρίστικους ρυθμούς και πρότυπα, συστήνοντάς μας έτσι μια άγρια πλευρά της έρημης αμερικανικής επαρχίας αλλά, και τους νεαρούς πρωταγωνιστές της ιστορίας του που θα παλέψουν με νύχια και με δόντια για να επιβιώσουν. Σε συνδυασμό με την σκοτεινή, τρομακτική ατμόσφαιρα ενός περιβάλλοντος που μοιάζει αρκετά κλειστοφοβικό αλλά και το καλό μοντάζ, το τελικό αποτέλεσμα είναι υπέρ του δέοντος καλό. Επιλέγει να μην χρησιμοποιήσει να μας παρουσιάσει ωμή βία αλλά να παίξει περίτεχνα μαζί της.

Λόγω του ότι εξ’ αρχής γνωρίζουμε την πλοκή αλλά και την πορεία που θ’ ακολουθήσει η ιστορία, δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης όμως αυτό, δεν εκμηδενίζει την αγωνία. Την κρατά σαφέστατα σε πιο χαμηλά επίπεδα από την ταινία του Hooper αλλά και πάλι το ενδιαφέρον μας διατηρείται αρκετά ζεστό. Ωστόσο, ο Leatherface είναι από μόνος του ένας εξαιρετικός κακός που προκαλεί το ενδιαφέρον μας, όχι μόνο λόγω της παράνοιάς του αλλά και λόγω της μη καρικατουρίστικης παρουσίας του στο κινηματογραφικό στερέωμα.

Ο Nispel καταφέρνει ν’ αποσπάσει από το νεαρό cast του το καλύτερο των δυνατοτήτων τους αν και σε τέτοιες παραγωγές το μόνο που απαιτείται είναι η έκφραση της αγωνίας και του φόβου. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν είναι και κάτι που χρειάζεται εξαιρετικά σπάνιες ικανότητες. Απλά τσιρίζεις και τρέχεις έχοντας τον πανικό στο μάτι. Αν κάποιος ξεχωρίζει αυτή είναι η Biel και το καυτό της, ιδρωμένο συνολάκι κι αυτό λόγω του ότι έχει τον μεγαλύτερο σε διάρκεια ρόλο.

Όπως κάθε κλασσική ταινία τρόμου του ’70 και του ’80 απέκτησε μέσα στα χρόνια κάποιο remake, έτσι έγινε και με τον “Σχιζοφρενή Δολοφόνο Με Το Πριόνι” του Hooper. Ίσως μάλιστα να ήταν και το remake εκείνο που άνοιξε τον δρόμο στα υπόλοιπα. Όπως και να ‘χει, το συγκεκριμένο remake είναι το πιο άρτιο όλων αυτής της κατηγορίας. Δυνατή και γρήγορη σκηνοθεσία, σφιχτό μοντάζ και σκοτεινή ατμόφαιρα, συνθέτουν ένα ικανοποιητικό προς κάθε γούστο αποτέλεσμα.
Βαθμολογία 7/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος Με Το Πριόνι
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Marcus Nispel
Πρωταγωνιστές: Jessica Biel, Jonathan Tucker, Erica Leerhsen, Mike Vogel, Eric Balfour, Andrew Bryniarski, R. Lee Ermey, David Dorfman
Παραγωγή: 2003
Διάρκεια: 100’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:
http://www.imdb.com/title/tt0324216/
http://en.wikipedia.org/wiki/The_Texas_Chainsaw_Massacre_(film)

Posted on Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

35 comments

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2009


Συνοπτική περίληψη του έργου:
Μια παρέα πέντε φίλων πηγαίνουν να επισκεφτούν το παλιό σπίτι του παππού του ενός.
Στη διαδορμή με το αυτοκίνητο παίρνουν μαζί τους έναν παράξενο άντρα που κάνει ώτο-στοπ που αρχίζει να τους λέει περίεργα πράγματα.
Λίγο αργότερα βρίσκονται στη μέση της αμερικάνικης ερήμου και αντιμέτωποι με μια οικογένεια καννιβάλων και ιδίως ενός σχιζοφρενή δολοφόνου.

Προσωπική άποψη:
Ο Hooper, το 1974, μια εποχή όπου τα horror movies είχαν την τιμητική τους, με ένα πενιχρό budget και άγνωστους πρωταγωνιστές, αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία τρόμου βασισμένη πάνω στην ιστορία του Ed Gain. Δεν θέλησε να κάνει ακριβή καταγραφή κι απεικόνιση των πραγματικών γεγονότων αλλά, να χρησιμοποιήσει μια γεύση τους για να πλάσσει ένα διεστραμμένο χαρακτήρα που έμελλε, χωρίς ούτε ο ίδιος να το περιμένει, να σημαδέψει την ιστορία και το όνομά του να μεγαλώσει γεννιές και γεννιές.

Ο Hooper έπειτα από αυτή την ταινία, που για πολλά χρόνια ήταν απαγορευμένη σε πολλές χώρες, έμελλε να γίνει κορυφαίο όνομα στον χώρο του τρόμου. Η ταινία, όχι μόνο απέφερε τρελά κέρδη αλλά, αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα σπουδαίο κεφάλαιο του κινηματογραφικού τρόμου και μάλιστα, δεν είναι λίγες οι ταινίες αλλά και οι δημιουργοί που εμπνεύστηκαν από αυτήν. Και όλα αυτά για έναν και μόνο λόγο. Γιατί ο Hooper δημιούργησε μια οικονομική ταινία τρόμου, αλλά όχι φτηνή.

Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι σκοτεινή και υπέροχη. Ένα πέπλο μυστηρίου μοιάζει να είναι επιμελώς απλωμένο και μπορείς να μυρίσεις σχεδόν την σαπίλα των πτωμάτων και της βίας. Μιας βίας που δεν αποτυπώνεται με προκλητικά αιματοβαμμένο τρόπο, χωρίς να παραλείπεται ωστόσο,μένει κρυμμένη στις σκιές, να υποβόσκει και να ξεσπάει από ιδιαίτερες γωνίες λήψεις προκαλώντας έτσι τον πηγαίο φόβο μας. Ένα φόβο που δεν πηγάζει από τρομακτικές απαραίτητα εικόνες αλλά, κατ’ εξοχήν από την παράνοια που κυκλοφορεί γύρω από τους πρωταγωνιστές προκαλώντας την ανατριχίλα μας.

Από την εναρκτήρια κι όλας σκηνή στη μέση της αμερικανικής ερήμου, παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Ρίγη έχουν αρχίσει να μας διαπερνάνε και περιμένουμε με αγωνία από που θα έρθει το μοιραίο χτύπημα σε κάθε έναν από τους πρωταγωνιστές. Ο θάνατος υπάρχει διάχυτος στην ατμόσφαιρα και τον νιώθουμε τόσο εμείς, όσο και οι πρωταγωνιστές. Μόνο που εκείνοι με αγωνία προσπαθούν να ξεφύγουν από μια μοίρα που εμείς, δεν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και που γνωρίζουμε ότι εκείνοι δεν μπορούν να αποφύγουν.

Αν και ψιλοάγνωστο, το cast της ταινία δίνει τον καλύτερο, το πιο ρεαλιστικό κομμάτι του εαυτού του. Οι ερμηνείες τους είναι εκρηκτικές χωρίς να καταφεύγουν σε μανιερισμούς και υπερβολές, οι εκφράσεις τους είναι μοναδικές ως προς την εξωτερίκευση του φόβου και της αγωνίας που νιώθουν καταφέρνοντας να μας μεταφέρουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους ακόμα και στις πιο ακραίες στιγμές του έργου.

Τελικά ο Hooper δημιούργησε μια ταινία με ντοκιμενταρίστικες προδιαγραφές που πρώτο και κύριο στόχο της είχε να προκαλέσει τον φόβο μας και να παίξει με τα νεύρα μας. Και το πετυχαίνει με μεγάλη επιτυχία αφού, ακόμα και 35 χρόνια μετά η ταινία, όχι μόνο δεν φαντάζει παλαιομοδίτικη στα μάτια μας αλλά, προκαλεί την ίδια ακριβώς αίσθηση με την πρώτη θέαση. Μια αμφιλεγόμενη κι ανατριχιαστική ταινία που, δεν οφείλετε απλά να έχετε δει αλλά, να την έχετε και στην συλλογή σας. Ένα διαμάντι των κλασσικών ταινιών τρόμου.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος Με Το Πριόνι
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Tobe Hooper
Πρωταγωνιστές: Marilyn Burns, Allen Danziger, Paul A. Partain, William Vail, Teri McMinn, Gunnar Hansen, Edwin Neal, Jim Siedow, John Dungan, John Larroquette
Παραγωγή: 1974
Διάρκεια: 83’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:

Posted on Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2009 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

44 comments