...

Κυριακή, Φεβρουαρίου 07, 2010

Συνοπτική περίληψη του βιβλίου:
H Χάριετ Βάνιερ εξαφανίστηκε πριν από τριάντα έξι χρόνια κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιρινού φεστιβάλ στο σουηδικό θέρετρο Χέντεμπι. Παρά τις έρευνες της αστυνομίας, δε βρέθηκε ποτέ κανένα ίχνος της δεκαεξάχρονης κοπέλας.
Το έσκασε; Έπεσε θύμα απαγωγής; Ή θύμα δολοφονίας; Κανείς δε γνωρίζει - η υπόθεση έκλεισε, όλοι ξέχασαν τις λεπτομέρειες. Όλοι, εκτός από το θείο της Χάριετ, τον Χένρικ Βάνιερ, έναν ηλικιωμένο βιομήχανο, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να λύσει το μυστήριο προτού πεθάνει. Στους τοίχους του γραφείου του υπάρχουν σαράντα τρία κορνιζαρισμένα λουλούδια. Τα επτά πρώτα ήταν δώρα από την ανιψιά του. Τα υπόλοιπα έφταναν ανώνυμα κάθε χρόνο στα γενέθλιά του.
Έτσι αρχίζει το MILLENNIUM, μια περιπέτεια εγκλήματος και τιμωρίας, σεξουαλικής διαστροφής και οικονομικής απάτης, αλλά και μια τρυφερή ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν κατατρεγμένο δημοσιογράφο και ένα ανορεκτικό κορίτσι με τατουάζ, άσο στους υπολογιστές.

Προσωπική άποψη:
Τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν ανήκουν στο είδος εκείνο το οποίο είναι ιδιαίτερα φιλικό στα γούστα και τις επιλογές μου. Στην πλειοψηφία τους μου φαίνονται αρκετά μονοδιάστατα έως και βαρετά αφού κουράζουν με επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να αποπροσανατολίσουν τον αναγνώστη. Οι μοναδικές ωστόσο ομοιότητες ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία και στο βιβλίο του Larsson, εντοπίζονται μόνο στις πρώτες σελίδες του και αμέσως εξαφανίζονται, παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα πραγματικά μαγευτικό αστυνομικό ταξίδι. Το βιβλίο του Larsson στις πρώτες σελίδες, δυσκολεύεται κάπως να βρει τον ρυθμό του. Το κάνει όμως σύντομα ακολουθώντας από ‘κει κι έπειτα μια σταθερή πορεία της οποίας τα βήματα οδηγούν το ενδιαφέρον μας στην κορύφωση. Ο χρόνος κυλάει αβίαστα και εμείς, καλούμαστε να συλλέξουμε τα κομμάτια ενός παράξενου κι επικίνδυνου πάζλ, που στην πραγματικότητα έχει πολλές περισσότερες διαστάσεις από αυτές που αρχικά πιστεύουμε, και να τα συνθέσουμε έτσι ώστε να οδηγηθούμε στην λύση του μυστηρίου.

Η υπόθεση αρχικά επικεντρώνεται γύρω από την εξαφάνιση και την κατ’ υποψία δολοφονία της αγνοούμενης Χάριετ. Καθώς όμως ο δημοσιογράφος Μίκαελ διεισδύει όλο και περισσότερο στα δεδομένα που έχει στα χέρια του, ανακαλύπτοντας νέα στοιχεία και συνειδητοποιεί ότι πίσω από την εξαφάνιση της τότε δεκαεξάχρονης κοπέλας, κρύβεται κάτι περισσότερο από ένα οικογενειακό δράμα. Κάτι περισσότερο από τα μέλη μιας δυσλειτουργικής οικογένειας που λιγότερο ή περισσότερο, είναι υποψήφιοι για την θέση του δολοφόνου. Ξεκινάει λοιπόν να ξετυλίγει ένα κουβάρι του οποίου η άκρη αγγίζει, όχι μόνο την οικογένεια Βάνιερ αλλά, μια Σουηδία και γενικότερα, ολόκληρη την Δυτική κοινωνία που μαστίζεται από προβλήματα όπως η λαθρομετανάστευση, η σεξουαλική κακοποίηση, η βία με όλες τις προεκτάσεις τις ακόμα, και τον εσωτερισμό και την δυσκολία επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν τους επιτρέπει να εκφραστούν και να λυτρωθούν αλλά, τους οδηγεί στην απομόνωσή τους.

Η δράση είναι καταιγιστική και όσο το βιβλίο εισχωρεί ακόμα βαθύτερα, εκείνη πολλαπλασιάζεται ακολουθώντας ξέφρενους ρυθμούς που σου κόβουν την ανάσα. Η λήψη πληροφοριών είναι συνεχής αλλά εξηγείται και συνδυάζεται με τα προηγούμενα δεδομένα με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο που, καθιστά εύκολη την παρακολούθησή τους, οδηγώντας μάλιστα τον αναγνώστη στο να συνδυάσει από μόνος του βήμα-βήμα το κομμάτια που του δίνονται ώστε να οδηγηθεί στην λύση. Γιατί σκοπός του Larsson δεν ήταν το να την παραδώσει έτοιμη και σερβιρισμένη αλλά, το να οξύνει τις αισθήσεις του αναγνώστη.

Ο κάθε χαρακτήρας αποτελεί μια εξ’ ολοκλήρου ξεχωριστή και συνάμα μοναδική προσωπικότητα. Ο ένας φαίνεται να μην μοιάζει στο ελάχιστο με τον άλλο όμως, αυτό δεν τους εμποδίζει από το να συνυπάρχουν, να συγκρούονται αλλά και να αλληλοσυμπληρώνονται. Όλοι τους όμως, παρά την διαφορετικότητά τους, είναι ολοκληρωμένοι. Εξίσου ξεχωριστά όμως είναι και τα τοπία στα οποία κινούνται. Οι περιγραφές του Larsson είναι γλαφυρές αλλά όχι κουραστικές, δίνοντας έτσι μια ξεκάθαρη εικόνα της επαρχιακής αλλά και της αστικής Σουηδίας. Πέραν όμως αυτού, παρουσιάζει το φανερό πρόσωπο του Δυτικού κόσμου αλλά κι εκείνο που προσπαθεί να μείνει κρυμμένο στις σκιές.  

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό αλλά και ερωτικό θρίλερ, στο οποίο η βία, η διαστροφή, η κακοποίηση και όλα αυτά δοσμένα μέσα από ένα αμφιλεγόμενο σεξουαλικό πρίσμα, έχουν τον πρώτο ρόλο. Πολλές φορές εντυπωσιάζει, πολλές ακόμα ξαφνιάζει, ίσως όμως, πολλές περισσότερες να σοκάρει. Ένα ιδιαίτερο και γοητευτικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη, ιδωμένο, όχι μόνο μέσω της αστυνομικής αλλά, και της δημοσιογραφικής ματιάς, στηριγμένο σε στοιχεία και δεδομένα της πραγματικής ζωής που όσο καλά κι αν προσπαθεί να κρυφτεί υπάρχει και βγαίνει τρομακτικά και βίαια στο φως. 
Βαθμολογία 9,5/10

Ταυτότητα βιβλίου:
Συγγραφέας: Stieg Larsson
Μεταφραστής: Μαθόπουλος Γιώργος
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Έτος Έκδοσης: 2009
Αρ. σελίδων: 672
ISBN: 978-960-453-520-0

Posted on Κυριακή, Φεβρουαρίου 07, 2010 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

14 comments

Σάββατο, Φεβρουαρίου 06, 2010

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Ο Bolt είναι ένας διάσημος σκύλος, πρωταγωνιστής ενός tv show που με τα κόλπα του, τρελαίνει τους δείκτες ακροαματικότητας.
Μια μέρα, εξαιτίας ενός μπερδέματος θα βρεθεί περιπλανώμενος στους δρόμους της Νέας Υόρκης, όπου θα μάθει να επιβιώνει βασιζόμενος στις δικές του δυνάμεις για να βρει το δρόμο του γυρισμού.

Προσωπική άποψη:
Είναι γεγονός ότι η Pixar τα τελευταία χρόνια, έχει ξεφύγει χιλιόμετρα μπροστά στον τομέα του κινουμένου σχεδίου. Αυτό όμως δεν μπορεί να εμποδίσει την Disney να κυκλοφορεί δικές της παιδικές ταινίες. Προσπαθεί λοιπόν να αξιοποιήσει όσο καλύτερα μπορεί το computer animation της εποχής και το αποτέλεσμα θα χωρίσει το κοινό σε δύο κατηγορίες. Στους ενήλικες που θα προτιμήσουν το “Wall-E” της ίδιας χρονιάς και στους μικρούς φίλους που θα προτιμήσουν το μικρό χαρούμενο σκυλάκι καθότι, μιλάει περισσότερο, κινείται περισσότερο και γενικώς, βασίζεται πάνω στην παιδική ιδιοσυγκρασία.

Στα τεχνικά χαρακτηριστικά η ταινία είναι άψογη δείχνοντας πως, και η Disney αν το θέλει, μπορεί να χρησιμοποιήσει τον τομέα του ψηφιακού κινουμένου σχεδίου απόλυτα ικανοποιητικά. Η κίνηση μοιάζει σαν να γίνεται σε πραγματικό χρόνο, τα χρώματα και το κάθε φόντο είναι ρεαλιστικά και οι γκριμάτσες των πρωταγωνιστών υπέρ του δέοντος φυσικές. Το πρόβλημα όμως που ένας ενήλικας θα εντοπίσει είναι το γεγονός ότι, η Disney θυσιάζει ως έναν βαθμό την σεναριακή ποιότητα που μας έχει συνηθίσει προκειμένου να ανταγωνιστεί την σύγχρονη εποχή.

Η ιστορία είναι αρκετά κοινότυπη καθώς, όχι μόνο την έχουμε δει σε αρκετά κινούμενα σχέδια αλλά, και σε κανονικές ταινίες όπου δύσμοιρα ζωάκια πάνε από την μία άκρη της Αμερικής στην άλλη προκειμένου να βρουν το αφεντικό τους. Η μόνη διαφορά είναι ότι άλλες φορές παρουσιάζεται πιο κωμικά και άλλες, πιο συναισθηματικά. Η ουσία είναι μία όμως και κοινή και στις δύο περιπτώσεις! Μέσω του ταξιδιού όλοι παίρνουν ένα μάθημα ζωής που στα μάτια των παλαιότερων γενιών φαντάζει κάπως τετριμμένο και πολυφορεμένο.

Συνέπεια όλων των προηγούμενων είναι πως, οι ψηφιακοί ήρωες ναι μεν είναι απίστευτα γλυκούληδες και συμπαθέστατοι όμως, το κωμικό στοιχείο δεν υπάρχει τόσο έντονο όσο θα θέλαμε. Σίγουρα η ταινία έχει τις καλές της στιγμές όμως, θα προτιμούσαμε να γελάσουμε από καλύτερα δομημένα αστεία που θα εμπεριέχονταν στο σενάριο παρά, από τις γκριμάτσες των συμπαθέστατων τετράποδων, ή και πτηνών σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα δίποδα αρκούνται στην ανθρώπινη φύση του. Και πάλι όμως όλα αυτά ισχύουν για τους ενήλικες θεατές.

Ανάμεσα σε αυτούς που δανείζουν τις φωνές τους στου ψηφιακούς χαριτωμένους ήρωες της μικρής μας περιπέτειας, εύκολα ξεχωρίζεις τον Travolta. Μπορώ να πω ότι είναι μια ευχάριστη έκπληξη και ότι είναι κάτι που κάνει με μεγάλη επιτυχία και αποδοτικότητα. Αποδοτικοί όμως είναι και οι λοιποί ηθοποιοί που δίνουν ζωή στο όλο εγχείρημα, ισχυροποιώντας με τον τρόπο αυτό τα εκφραστικά μέσα των χαρακτήρων.

Συνολικά το έργο μπορεί να παρουσιάζει αδυναμίες καθώς, δεν έχει την αίγλη των κλασσικών παιδικών ταινιών της Disney και το σενάριο φαντάζει κάπως κοινότυπο και πεζό όμως, είναι μια ταινία που μέσα από την απλότητά της γοητεύει και παρακολουθείται ευχάριστα από τους ενήλικες, με ενθουσιασμό από τους μικρότερους ηλικιακά θεατές. Η Disney μπορεί να κάνει πράγματα στο χώρο του ψηφιακού κινουμένου σχεδίου, κάτι αποδεικνύεται αρκεί, να μην ξεχάσει τις καταβολές της.
Βαθμολογία 7/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Μπολτ
Είδος: Computer Animation
Σκηνοθέτες: Byron Howard & Chris Williams (II)
Πρωταγωνιστές: John Travolta, Miley Cyrus, Malcolm McDowell, Diedrich Bader, Susie Essman, Mark Walton, Dan Fogelman, Greg Germann
Παραγωγή: 2008
Διάρκεια: 96’

Επίσημο site:

http://www.disney.go.com/disneyvideos/animatedfilms/bolt/

Posted on Σάββατο, Φεβρουαρίου 06, 2010 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

2 comments

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 03, 2010

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Λίγο πριν ξεσπάσει ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο μυστηριώδης φόνος του συζύγου της θα οδηγήσει την Λαίδη Sarag Ashley στην απόφαση να εγκαταλείψει τα σαλόνια της Αγγλίας και να εγκατασταθεί στη μακρινή Αυστραλία.
Εκεί θα αναλάβει την αχανή έκταση γης και ένα κοπάδι βόδια, τα οποία και κληρονόμησε από τον αποθανόντα σύζυγό της.
Η ίδια, θέλοντας να προστατέψει την περιουσία της, θα αναζητήσει βοήθεια στο πρόσωπο του Drover με σκοπό να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της.

Προσωπική άποψη:
Παρακολουθώντας το “Australia” γεννήθηκε μια μεγάλη απορία. Ήξερε ο Baz Luhrmann ακριβώς τι θεματολογίας ήθελε να είναι η ταινία του; Αν όχι, γιατί δεν μελετούσε το θέμα λίγο παραπάνω ώστε να καταλήξει σε μια σαφή και μελετημένη απόφαση; Αν ναι, γιατί δεν μας το έδωσε και σε μας να το καταλάβουμε; Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί, ναι μεν το “Australia” είναι ένα εντυπωσιακό, οπτικό υπερθέαμα όμως, ως σύνολο καταντάει κουραστικό γιατί, κατά την διάρκεια της εξέλιξης των γεγονότων που παρακολουθούμε, μοιάζει σαν να ψάχνει ν’ ανακαλύψει την ταυτότητά του.

Ο Luhrmann επέστρεψε για μια ακόμη φορά στην πατρίδα του, την Αυστραλία, γυρίζοντας μια ταινία η οποία είναι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένη σε εκείνην και την ιστορία της. Με μια αρκετά ευαίσθητη ματιά και μια, αρκετά ρεαλιστική παρουσίαση των γεγονότων που καθόρισαν την πορεία της ηπείρου, μας συστήνει την άγρια αλλά ταυτόχρονα όμορφη Αυστραλία. Μια Αυστραλία όπου ο καθένας προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί ώστε να επιβιώσει, ίσως και να ξεχωρίσει ανάμεσα σε ένα αρχοντικό μονοπώλιο, μέσα σε ένα γενικότερο ρατσιστικό κλίμα που πολεμούσε τις ίδιες τις γενιές που οι λευκοί άφηναν πίσω τους.

Σε μια εποχή που οι επικές ταινίες δεν έχουν την αίγλη των παλαιότερων, ο αγαπημένος κατά τ’ άλλα σκηνοθέτης, επιχειρεί να επαναφέρει το κλίμα και την αισθητική μιας πεπαλαιωμένης εποχής. Θα μπορούσε να αποδώσει αν όμως το είχε εκμεταλλευτεί κατάλληλα. Δυστυχώς, όσο εντυπωσιακά κι αν είναι τα πλάνα μιας, άγνωστης σε μας ηπείρου, χαρακτηρίζονται από μια σύγχρονη αισθητική απεικόνιση που στερείται της νοσταλγίας των ταινιών που θα ήθελε στην πραγματικότητα να πλησιάσει. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για την μουσική που συνοδεύει την εικόνα.

Το μεγάλο σφάλμα όμως της ταινίας, εντοπίζεται στο σενάριο το οποίο, είναι αδύναμο, μπερδεμένο και με τεράστια κενά. Προσπαθώντας να καλύψει μια μεγάλη έκταση γεγονότων, μηνυμάτων αλλά και συναισθημάτων, καταλήγει να μας παρουσιάσει μια ιστορία που βρίθει από δηθενισμούς. Τα πάντα προσεγγίζονται τόσο επιφανειακά που μοιάζει αδύνατον να σε συγκινήσει και να σε παρασύρει σε μια δίνη εναλλασσόμενων συναισθημάτων. Ίσως τελικά, να έπρεπε να επιλέξει να παίξει σε λιγότερα ταμπλό από αυτά που τελικά άνοιξε.

Ερμηνευτικά ο Hugh Jackman είναι ο μοναδικός, από τους ενήλικες τουλάχιστον, πρωταγωνιστές που μοιάζει να σώζεται καθώς, είναι μετρημένος και συγκρατημένος, ακριβώς όσο χρειάζεται ώστε να μην παρασυρθεί από ηλίθιες επιδειξιμανίες που απορρέουν από την ίδια την φύση του χαρακτήρα που υποδύεται. Το γεγονός δε ότι είναι ιδιαίτερα γοητευτικός και αρρενωπός, του προσθέτει πόντους. Εκτός όμως από τον Hugh, βλέπουμε θετικά τον μικρό Brandon Walters και αυτό υποθέτω πως οφείλεται στην παιδική αθωότητα της ερμηνείας του και όχι στην ικανότητά του.

Δυστυχώς, δεν μπορώ να ισχυριστώ τα ίδια και για την Kidman η οποία με κάνει ώρες-ώρες να απορώ. Η γυναίκα είναι ή του ύψους ή του βάθους. Και για να μην παρεξηγηθώ, όταν είναι του βάθους προφανώς, οφείλεται στο γεγονός ότι η ταινία δεν την γεμίζει ή δεν την εκφράζει. Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά όταν καλούμαι να συγκρίνω τις μεγαλειώδης ερμηνείες της σε άλλες ταινίες που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Πώς θα χαρακτήριζα αυτήν εδώ την ερμηνεία; Αδιάφορη και επιτηδευμένη, ακριβώς όπως η συναισθηματική φόρτιση της ταινίας.

Πού είναι το κακό λοιπόν του “Australia”; Ότι όλα τα στοιχεία που το συνθέτουν, τα έχει στον υπερθετικό βαθμό. Τα πάντα είναι πολύ… πολύ δράση και περιπέτεια, πολύς έρωτας, πολύ συγκίνηση, πολύ αγάπη, πολύ κατανόηση, πολύ έντονα κοινωνικά και αντιρατσιστικά μηνύματα. Προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα νέο έπος, ο Luhrmann, αποτυγχάνει να μεταφέρει στην Αυστραλία ένα νέο “Gone With The Wind”, παρουσιάζοντας μια μέτρια ταινία, που παρά το κουραστικό της διάρκειας, παρακολουθείτε ευχάριστα λόγω της φύσης της, και σαφέστατα, την χειρότερη της καριέρας του.
Βαθμολογία 5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Australia
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτης: Baz Luhrmann
Πρωταγωνιστές: Nicole Kidman, Hugh Jackman, David Wenham, Bryan Brown, Bruce Spence, David Gulpilil, Essie Davis, Jack Thompson, Brandon Walters
Παραγωγή: 2008
Διάρκεια: 165’

Επίσημο site:
http://www.australiamovie.com/

Posted on Τετάρτη, Φεβρουαρίου 03, 2010 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

11 comments

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Όταν o Matt Saunders συναντά τη Jenny Johnson, νομίζει ότι βρήκε το τέλειο κορίτσι. Εντούτοις, όταν η Jenny αρχίζει να γίνεται πολύ πιεστική και ζηλιάρα, ο Matt αποφασίζει να χωρίσει μαζί της.
Η Jenny δεν το παίρνει καλά και αποφασίζει να τον εκδικηθεί χρησιμοποιώντας τις σούπερ δυνάμεις της, καθώς η Jenny έχει υπερφυσικές ιδιότητες.
Στο μεταξύ, ο Matt ερωτεύεται τη συνάδελφό του Hannah, γεγονός που φέρνει την Jenny στα όριά της.

Προσωπική άποψη:
Η αλήθεια είναι πως δεν συνηθίζουμε να βλέπουμε στο κινηματογραφικό πανί ιστορίες με γυναίκες υπερήρωες. Η ιστορία άλλωστε έχει αποδείξει πως καλό είναι να αποφεύγονται προσπάθειες του είδους καθώς, είναι το λιγότερο απαράδεκτες και απογοητευτικές. Όταν όμως ακούς μια σατιρική εκδοχή του πράγματος, λες ότι δεν είναι κακό να δώσεις μια ευκαιρία. Αν αποδώσει καλώς, αν πάλι όχι απλά θα έχεις σπαταλήσει χρόνο και πιθανόν χρήμα.

Προσωπικά χαίρομαι που με την θέαση της συγκεκριμένης ταινίας, το μόνο που σπατάλησα ήταν χρόνος καθώς, έτυχε να την δω στην τηλεοπτική προβολή της. Αν είχα δώσει και λεφτά, το πιθανότερο ήταν να είχα περάσει την τελευταία τριετία κλαίγοντάς τα. Κι ενώ αρχικά σαν ιδέα σου ακούγεται έξυπνη και εμπνευσμένη, καταλήγεις να συμπεράνεις ότι πρόκειται για άλλη μια κλισεδιάρικη και με παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας, αισθηματική κομεντί, από αυτές που βγαίνουν σωρηδόν και κατακλύζουν τα ράφια των dvd-clubs.

Όσο κι αν η εικόνα της γυναίκας υπερήρωα που περνάει την κρίση των 30 και έχει προβλήματα με την ερωτική της σχέση μοιάζει δελεαστική, δεν είναι. Η Jenny είναι μία από τόσες και τόσες μικροαστές γυναίκες της Νέας Υόρκης και απλά τυγχάνει να είναι το γελοίο alter ego του Superman. Ναι, καλά διαβάζετε αφού, υπάρχει ακριβώς η ίδια φιλοσοφία γύρω από την ύπαρξη και την δράση της. Πετάει, έχει ακτίνες στα μάτια, έχει υπερφυσική σωματική δύναμη κι έχει έναν κακό στο κατόπι της που με μια παράξενη πέτρα μπορεί να την καταστρέψει. Μπορεί να μην είναι κρυπτονίτης η πέτρα και ο Luther του “Superman” να μην ήθελε να τον πιάσει γκόμενο όμως, η κεντρική ιδέα δεν αλλάζει στο ελάχιστο.

Ο Ivan Reitman, μπορεί την δεκαετία του ’80 να γνώρισε μεγάλες δόξες με το “Ghostbusters” όμως, εκείνες οι εποχές έχουν περάσει, γι’ αυτόν τουλάχιστον, ανεπίστρεπτη. Αν δεν μπορείς να συμβαδίσεις με την εποχή σου, καλό είναι να σταματάς τις προσπάθειες. Ο Reitman φαίνεται όμως πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το αντιληφθεί, κάνοντάς με να αναρωτιέμαι. Είναι χειρότερες οι ταινίες που σκηνοθετεί ή αυτές που επιλέγει να είναι παραγωγός; Χμ… δύσκολο να απαντήσεις, είναι μεγάλο το δίλλημα και δελεαστικό ώστε να επιλέξεις με ευκολία.

Η Thurman δεν επιλέγει για πρώτη φορά να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία χαμηλών προδιαγραφών, πολλή κατώτερη σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε να επιλέξει και που θα είχε την δυνατότητα να παίξει. Όμως δεν καταλαβαίνω την επιλογή της αυτή, όσο κι αν το παρουσιαστικό της θα ταίριαζε πραγματικά στο G-Girl. Όσο για τον Luke Wilson, επίσης με κάνει και απορώ. Ενώ κατά περιόδους προσπαθεί πολύ σκληρά, κι ενίοτε τα καταφέρνει, να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από το να συμμετέχει σε σαχλοταινίες, όλο επιστρέφει στα μονοπάτια που τον γνωρίσαμε.

Για να μην λέω πολλά και μακρηγορώ, η ταινία αυτή είναι από τα πιο ηλίθιες που έχω δει, όχι μόνο το τελευταίο διάστημα αλλά και σε ολόκληρη την ζωή μου. Υπάρχουν δύο ίσως και τρεις στιγμές που μπορεί να γελάσετε όμως, δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση στο αστείο του πράγματα αλλά, στο γελοίο που σε φέρνει στα όριά σου φωνάζοντας έλεος. Έλα όμως που όσο και να το φωνάζεις δεν έρχεται.
Βαθμολογία 2/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: My Super Ex-Girlfriend
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθέτης: Ivan Reitman
Πρωταγωνιστές: Uma Thurman, Luke Wilson, Anna Faris, Rainn Wilson, Eddie Izzard, Stelio Savante, Mike Iorio, Mark Consuelos
Παραγωγή: 2006
Διάρκεια: 95’

Επίσημο site:
http://www.mysuperex.com/


Posted on Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

10 comments