Ήταν ένα ζεστό Δευτεριάτικο απόγευμα και στο δρόμο σκεφτόμουν τι τύπος να είναι ο Αχιλλέας. Η απορία μου λύθηκε με το που άνοιξε την πόρτα και πολύ περισσότερο μετά την κουβέντα μας. Ο ίδιος νέος, γοητευτικός, πνευματώδης και πολλά υποσχόμενος. Τον ίδιο αέρα αποπνέει και το σπίτι του, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Ζεστό, με ιδιαίτερα ελκυστική αισθητική όπου το βλέμμα σου δε μπορεί να ξεφύγει από τις αφίσες ταινιών στους τοίχους κι απ’ τα πολλά βιβλία και βιντεοκασέτες στη βιβλιοθήκη. Σπούδασε Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες αλλά τελικά η συγγραφή ήταν αυτό που τον κέρδισε. Ευτυχώς για ‘μας τους αναγνώστες. Αυτός ο πολλά υποσχόμενος νέος λοιπόν, που σε λίγο κλείνει την τρίτη δεκαετία της ζωής του, δέχτηκε και μίλησε στο cine.gr, τόσο για το νέο του βιβλίο, “Ο Θησαυρός” που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις “Οξύ”, όσο και για τον ίδιο.

Αχιλλέα, αυτό που μου έκανε εντύπωση διαβάζοντας το βιογραφικό σου, είναι ότι ακολούθησες έναν κλάδο σπουδών που δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία. Είχες από μικρός του μικρόβιο της συγγραφής ή σου προέκυψε στην πορεία;

Όχι, δεν το είχα από μικρός. Δεν θυμάμαι να έγραφα ποτέ πέραν αυτών που έπρεπε για το σχολείο. Ξεκίνησα να γράφω όταν άρχισα τις σπουδές, σαν χόμπι στην αρχή. Δεν το είχα σκεφτεί τότε επαγγελματικά, αλλά όπως λένε, “τρώγοντας έρχεται η όρεξη” και χωρίς να το καταλάβω οι σπουδές άρχισαν να υποσκελίζονται. Το πρώτο πτυχίο, αυτό των Οικονομικών, δεν με ενδιέφερε πολύ. Μετά, όταν ξεκίνησα Πολιτικές Επιστήμες που ήταν και πιο θεωρητικό, η συγγραφή συμπληρωνόταν. Άνοιγε περισσότερο το μυαλό, από κάποια βιβλία, κάποιες ιδέες και θεωρίες κι έτσι λειτούργησαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένες σπουδές, άρχισαν να βοηθάνε πολύ την εξέλιξή μου ως συγγραφέα.

Δηλαδή αν μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω θα είχες προσανατολιστεί απευθείας στη θεωρητική κατεύθυνση κι αν ναι, με τι θα ήθελες ν’ ασχοληθείς;

Ναι, δεν θα είχα ασχοληθεί καθόλου με τα Οικονομικά. Και πάλι θα με ενδιέφεραν οι Πολιτικές Επιστήμες, Ιστορία και ίσως Φιλοσοφία, αν κι από κάποιο σημείο και μετά είναι πάρα πολύ περίπλοκη και δεν ξέρω αν θα το άντεχα.

“Ο Θησαυρός” είναι το πρώτο σου βιβλίο. Πώς γεννήθηκε η ιδέα;

Η ιδέα γεννήθηκε από μια συνιστώσα ιδεών, όσον αφορά την πλοκή πρώτα απ’ όλα. Είχα κάποιες ιδέες, σαν στιγμιότυπα, που απλά τις σκεφτόμουν πριν αρχίσω να το γράφω και πάλι όσον αφορά την πλοκή και τη δραματουργία. Όλα αυτά τα συναρμολόγησα, έτσι ώστε να υπάρχει μια εξέλιξη και να είναι αυτή η απάτη που περιγράφεται όσο το δυνατόν πιο άρτια και καλοστημένη. Όσον αφορά την κεντρική ιδέα, νομίζω πως ήταν κάτι που με απασχολούσε ενστικτωδώς, χωρίς να είναι συγκεκριμένη μέσα μου. Ο καταναλωτισμός, η απόσυρση κατά μία έννοια έπειτα από κάποια ηλικία απ’ τις φιλοδοξίες, τα όνειρα, απ’ την αθωότητα που είχαμε πιο μικροί. Όλα αυτά βέβαια, ήταν μέσα μου, περισσότερο άναρθρα, δεν είχαν συγκεκριμενοποιηθεί και μέσα απ΄ την πλοκή άρχισαν ν’ αναπτύσσονται και να πηγαίνουν παράλληλα. Υπήρχε δηλαδή η πλοκή η οποία προχωρούσε το βιβλίο, του έδινε κάποιο ενδιαφέρον που κράταγε εμένα ως συγγραφέα κι αργότερα τον αναγνώστη και μετά υπήρξαν οι άξονες και η θεωρητική ιδέα που άρχισαν να συγκεκριμενοποιούνται μέσα απ’ την πλοκή.

Υπήρξε κάποιος που σε “έσπρωξε” να εκδόσεις το βιβλίο ή το αποφάσισες αυθαίρετα;

Όχι, την πήρα αυθαίρετα και μπορώ να σου πω πως οι αρχικές απόπειρες ήταν πολύ αποκαρδιωτικές. Στην Ελλάδα υπάρχει ένας αρκετά κλειστός κύκλος, όσον αφορά τις εκδόσεις. Ένα καθεστώς, αν μπορούσα να το χαρακτηρίσω, πελατειακό, συντεχνιακό. Αυτό δεν ισχύει μόνο για μένα, αλλά για τον οποιονδήποτε θέλει να περάσει από το στάδιο του χόμπι και κάποιων προσωπικών εξομολογήσεων στην έκθεση προς το κοινό και τη δημοσίευση. Πρέπει να υπερβεί όλα αυτά τα εμπόδια, να παλέψει και να το δει ως μέρος του παιχνιδιού.

Δεν σε πήρε όμως από κάτω...

Το καλό ήταν αυτό. Όσο πιο αποκαρδιωτικές ήταν οι προσπάθειες, τόσο περισσότερο πείσμωνα, οπότε στο τέλος είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα καταφέρω.

Τα ονόματα και οι προσωπικότητες των πρωταγωνιστών, είναι επηρεασμένα από οικεία προς εσένα πρόσωπα ή τυχαία;

Θα έλεγα ότι μάλλον είναι τυχαία, πέραν του πρωταγωνιστή, που ως έναν βαθμό κι όχι ως προς την ολότητα, υπάρχουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κυρίως αυτό μ’ ενδιέφερε, μια ψυχανάλυση του πρωταγωνιστή. Από ‘κει και πέρα μπαίνουν οι υπόλοιποι ήρωες που τον βοηθάνε στο να κάνει αυτή την ψυχανάλυση.

Οπότε απαντάς και σ’ αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω στη συνέχεια. Η ιστορία έχει έναν ιδιαίτερα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Μια ανάλυση της κάθε προσωπικότητας και γιατί οδηγήθηκε εκεί που οδηγήθηκε. Απ’ αυτά που μου είπες μέχρι στιγμής να φανταστώ ότι ο ήρωας με τον οποίο είσαι πιο δεμένος είναι ο Χάρης.

Ναι, έτσι όπως το ξανασκέφτομαι αυτή τη στιγμή δε θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον άλλο. Πολλές φορές μάλιστα, έβαζα και τον εαυτό μου μέσα στην ιστορία. Προσπαθούσα, αυτός ο φανταστικός ήρωας, όταν θ’ αποκτούσε σάρκα και οστά, να τον φαντάζομαι σαν τον εαυτό μου.

Η Ράνια αποτελεί εκείνο τον τύπο γυναίκας που θα μπορούσε να σε προσελκύσει;

Ναι, η Ράνια αποτελεί εκείνο τον τύπο της γυναίκας που θα μπορούσε να με προσελκύσει.

Έχει υπάρξει στη ζωή σου εκείνη η γυναίκα, που όχι απαραίτητα να σε οδήγησε σε ανάλογες ακρότητες, αλλά να σε προσέγγισε μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο, έτσι ώστε να νιώθεις υποχείριό της;

Όχι, απ’ αυτή την άποψη όχι. Μ’ έναν άλλο ιδιαίτερο τρόπο έχει υπάρξει, αλλά με τον τρόπο που περιγράφεται η Ράνια και ο χαρακτήρας της, όχι ακόμα. Περιμένω... Ελπίζω να επιβεβαιωθεί και το βιβλίο ν’ αποδειχτεί προφητικό.

Σου αρέσουν δηλαδή οι ακρότητες...

Ναι, μου αρέσουν! Οι ακρότητες... Μ’ αρέσει να δοκιμάζουμε τα όριά μας, όποια κι αν είναι αυτά.

Οι ήρωές σου οδηγούνται στα άκρα. Πιστεύεις ότι τα άκρα μπορούν να οριοθετηθούν κι αν ναι τα δικά σου μέχρι που φτάνουν;

Είναι δύσκολο να τα οριοθετήσουμε. Το ταβάνι ουσιαστικά το βάζουμε εμείς και τα δικά μου άκρα φτάνουν μέχρι εκεί που φτάνει το ταβάνι μου. Ίσως από άμυνα, ίσως από όφελος, ίσως από βόλεμα, ο καθένας βάζει το δικό του κι αυτό είναι επιλογή του.

Ο Χάρης ξεκινάει την αφήγησή του ισχυριζόμενος ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να επηρεάσει το πεπρωμένο του, πως όλα στη ζωή είναι μια σειρά συμπτώσεων. Εσύ, ως Αχιλλέας, τι πιστεύεις;

Ότι η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Βρίσκεται ανάμεσα στο πεπρωμένο, που σίγουρα υπάρχει, κάποια πράγματα δε μπορούμε να τ’ αποφύγουμε κι απ’ την άλλη βρίσκεται η προσωπική επιλογή. Ναι, ίσως κάποια πράγματα να μη μπορούμε να τ’ αλλάξουμε, πρέπει να τα υποστούμε. Από ‘κει και πέρα, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάποια πράγματα και να επηρεάσουμε τις καταστάσεις υπέρ μας. Δεν είναι όλα προδιαγεγραμμένα κι αυτό είναι το στοίχημα που βάζει η Ράνια στον Χάρη.

Στο βιβλίο σου περιγράφεις 2 κόσμους. Αυτών που βρίσκονται στο ρετιρέ και θέλουν να πηδήξουν κι αυτών που βρίσκονται στο ισόγειο κι απεγνωσμένα προσπαθούν ν’ ανέβουν για να βρουν την ευτυχία, με ότι συνεπάγεται αυτό. Δεν πιστεύεις πως υπάρχει και μια μεσαία τάξη; 

Όχι, πιστεύω πως υπάρχει μεσαία τάξη, απλώς υπάρχει ένα στερεότυπο για το πως πρέπει να είναι το ρετιρέ. Οι περισσότεροι προσπαθούν ν’ ανέβουν, ίσως από αυτοσκοπό, ίσως γιατί θέλουν να προσεγγίσουν αυτό το στερεότυπο, το οποίο τελικά δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που πραγματικά θέλουν. Το κάνουν περισσότερο από κοινωνική υποχρέωση. Η μεσαία τάξη πιέζεται πολύ να πετύχει, έστω κι αν ρεαλιστικά δεν υπάρχουν οι προοπτικές. Πάντα υπάρχει αυτή η φαντασίωση κι αυτός ο φθόνος αν θες προς αυτούς που βρίσκονται ψηλότερα κι αυτό το μίσος προς αυτούς που βρίσκονται χαμηλότερα. Η μεσαία τάξη αντιμετωπίζεται από το ρετιρέ όπως και το ισόγειο.

Αν επέλεγες, σε ποια τάξη θα ήθελες ν’ ανήκεις;

Δε μπορώ να πω. Σίγουρα δεν έζησα ποτέ στο ισόγειο. Ούτε στο ρετιρέ νομίζω ότι βρέθηκα ποτέ. Για να μπορείς να κρίνεις κάτι πρέπει να το έχεις βιώσει. Νομίζω ότι το ρετιρέ προκαλεί ίλιγγο γιατί δεν υπάρχουν στόχοι, δεν υπάρχουν άλλα σκαλιά ν’ ανέβεις. Αν δεν συμβιβαστείς μ’ αυτό από ‘κει και μετά υπάρχει μόνο η κάθοδος.

Η κινητήρια δύναμη του Χάρη σ’ αυτή την ιστορία είναι η αγάπη, έτσι τουλάχιστον όπως την βλέπει εκείνος. Τι σημαίνει αγάπη για ‘σένα;

Δεν ξέρω τι είναι η αγάπη. Δε μπορώ να την ορίσω, ούτε να την αρθρώσω. Προσωπικά προτιμώ να με ρωτήσεις για την αγάπη με την έννοια του ενθουσιασμού. Αγαπάω τον ενθουσιασμό που μπορεί να σου προκαλέσει οτιδήποτε.

Ο ενθουσιασμός όμως μπορεί να σε οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή...

Το προτιμώ! Προτιμώ να έχεις γνωρίσει κάτι και να το έχεις ολοκληρώσει έστω κι αν πρέπει να πληρώσεις ένα τίμημα, παρά να ορίζεις και να βιώνεις την αγάπη με τον τρόπο αυτό που σου εμπνέει νωθρά συναισθήματα. Αυτό βέβαια είναι επιλογή του καθενός.

Πιστεύεις τελικά ότι ο καθένας παίρνει στο τέλος αυτό που του αξίζει;

Αυτό είναι δύσκολο να το απαντήσω. Θα έπρεπε να είναι έτσι. Πιστεύω ότι πάρα πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πάρει αυτό που τους αξίζει. Πρέπει όμως να πιστεύεις σε κάτι. Αν το θες πολύ οι πιθανότητες να το πάρεις είναι μεγαλύτερες.

Οι ήρωές σου στο τέλος οδηγούνται στο τέλος ο καθένας σε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση. Ήταν αυτό που τους άξιζε;

Νομίζω ναι! Μέσα απ΄ το βιβλίο αυτό θέλω να δείξω, ότι ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει. Ότι στο τέλος υπάρχει μια δικαιοσύνη προς όλους, με την έννοια ότι πήραν αυτό για το οποίο παζάρεψαν. Ακόμα κι ο ήρωας θα ήταν αδικία να πάρει κάτι περισσότερο και κάνοντας στο τέλος την αυτοκριτική του το παραδέχεται κι ο ίδιος. Πολλές φορές είναι καλή η ήττα. Αν δεν προσπαθούμε αρκετά για κάτι ή αν δεν πιστεύουμε αρκετά σ’ αυτό και στο τέλος το χάσουμε είναι καλό.

Ακόμα και η Ράνια παίρνει ότι της αξίζει;

Για ‘μένα η Ράνια έχει πάρει πάρα πολλά. Πέραν των υλικών έχει καταφέρει να βάλει τον καθένα στη θέση του. Αυτή είναι που ρυθμίζει την ιστορία και κερδίζει αυτό ακριβώς για το οποίο παζάρεψε. Την ικανοποίηση!

Τώρα που πλέον το βιβλίο σου έχει δημοσιευτεί, υπήρχε κάτι που θα άλλαζες;

Δε μπορώ να στο απαντήσω τώρα γιατί έχω χάσει την επαφή με το συγκεκριμένο βιβλίο εδώ και περίπου ένα χρόνο που ολοκληρώθηκε. Από τότε δεν τ ξαναδιάβασα. Σίγουρα υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης, γιατί δεν έχουν εξαντληθεί, αν το δούλευα ή το σκεφτόμουνα περισσότερο. Από ΄κει και πέρα πρέπει να βάζουμε χρονοδιαγράμματα. Ένα βιβλίο πρέπει να γράφετε όσο ακόμα η ιδέα είναι ζεστή. Αν το τραβήξεις για μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο πρέπει, χάνεις τον ενθουσιασμό και το νόημά του. Θα ήταν εκτός πνεύματος αν το συνέχιζα περισσότερο. Νομίζω ότι το σταμάτησα όταν έπρεπε, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Η ιδέα είχε εξαντληθεί για αν την ξεχειλώσω. Είναι μεγάλη και η πνευματική εξάντληση.

Την Κυριακή 18/05/2008 είχες την πρώτη σου επαφή με τους αναγνώστες στην Έκθεση Βιβλίου της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Πώς σου φάνηκε σαν εμπειρία;

Δεν ξέρω πως να την περιγράψω. Κατά κάποιον τρόπο ήμουν αρκετά αποστασιοποιημένος. Είναι κάτι που φαντάζομαι θα το συνηθίσω. Δε μπορώ να πω ότι μου άρεσε ή δε μου άρεσε. Η ουσιαστική επαφή με τον αναγνώστη γίνεται με το διάβασμα.

Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που θα ήθελες να συναντήσεις από κοντά;

Υπάρχουν κάποιοι που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, απ’ τους οποίους επηρεάστηκα και ταυτίστηκα. Κάποιον ξένο δε θα μπορούσα να σου πω καθώς θεωρώ ότι το να δεις κάποιον Έλληνα είναι πιο ρεαλιστικό. Απ’ αυτούς που δεν έχω γνωρίσει και θα ήθελα είναι ο Τατσόπουλος του οποίου έχω ξεχωρίσει το “Παυσίπονο” κι ο Χωμενίδης.

Αυτή την περίοδο ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;

Όταν βάζεις κάποιο στόχο και τον πραγματοποιείς, μετά κάπως εφησυχάζεις, ενώ μπορείς να το εκμεταλλευτείς προς όφελός σου. Αυτή τη στιγμή πάντως βρίσκομαι σε περίοδο ανάπαυλας.

(Η συνέντευξη έγινε από 'μένα για λογαριασμό του cine.gr και πρωτοδημοσιεύτηκε στο site στις 31/05/2008. Ανασχεδιάζοντας το blog μου διαπίστωσα ότι δεν την είχα μοιραστεί μαζί σας όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ)